Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΕΛΛΑΔΑ – ΤΟΥΡΚΙΑ: ΟΤΑΝ ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ

Ελλάδα – Τουρκία: Όταν το γεωπολιτικό συνάντησε το ενεργειακό
Design by Voltas
Τα ενεργειακά, και ιδιαίτερα οι νέες πηγές ενέργειας, θα μπορούσαν να είναι ένα πεδίο δυνητικής συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Μιας συνεργασίας που θα μπορούσε να ξεκλειδώσει και για τις δυο πλευρές σημαντικές ευκαιρίες κέρδους, να ανοίξει τον δρόμο συνεργασίας και σε άλλα ζητήματα, και να προωθήσει και την ευρύτερη περιφερειακή συνεργασία και σταθερότητα.

Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ανέκαθεν ήταν μια γειτονιά όπου η σύγκρουση αποτελούσε τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Σήμερα, η κατάσταση σ’ αυτήν την περιφέρεια παρουσιάζει μεγάλη ένταση – ακόμα και για τα δεδομένα του παρελθόντος της. Η Ελλάδα και η Τουρκία, δυο κράτη με σταθερότητα, που επιπλέον είναι σύμμαχοι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, διατηρούν ειρηνικές, αν και όχι πάντα απόλυτα φιλικές, σχέσεις γειτονίας, με κατά καιρούς εντάσεις που προκύπτουν ανάμεσά τους. Οι διμερείς διαφορές τους, ιδίως εκείνες που αφορούν την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, έρχονται από το παρελθόν και είναι πολύ γνωστές. Οι δυο χώρες, όμως, φαίνεται να είναι παγιδευμένες σε σκουριασμένα γεωπολιτικά διλήμματα του παρελθόντος, που έχουν περιορισμένη απήχηση σήμερα: απαγγέλλουν κείμενα που ανήκουν σε προηγούμενες πράξεις του έργου.

Σήμερα, οι προκλήσεις που προκύπτουν και αφορούν την περιοχή είναι ευρύτερης κλίμακας και απαιτούν ευρύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση, μέσω μιας προσέγγισης που θα κινείται πέρα από την πεπατημένη.

ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΕ, ΚΥΡΙΩΣ ΔΕ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ – ΟΠΩΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΟΡΥΚΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ– ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ. Η ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΠΕ ΕΓΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΚΑΘΕ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΕ ΒΑΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΝ, ΟΤΑΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ ΑΥΤΟ ΤΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΚΡΑΤΗ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΡΗΣΙΜΟ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ.

Παλιά και νέα προβλήματα

Οι διμερείς διαφορές Ελλάδας-Τουρκίας δεν αποτελούν μοναδικό φαινόμενο για την περιοχή, θα μπορούσε, μάλιστα, κανείς να πει ότι περισσότερο εντάσσονται στην κανονικότητα της περιοχής αυτής. Η τυπολογία των περιφερειακών διαφορών είναι πλούσια: από τις ριζωμένες, εθνοτικής προέλευσης διαφορές (όπως το Κυπριακό ζήτημα, η αραβο-ισραηλινή σύγκρουση και τα ελληνοτουρκικά προβλήματα εντέλει) μέχρι τις διαφορές ασύμμετρου χαρακτήρα (π.χ. το μεταναστευτικό ή την τρομοκρατία), ή πάλι τις δυνητικές διαφορές (λ.χ. σχετικά με τα ενεργειακά), καθώς και εκείνες που σχετίζονται με την ανθρώπινη ασφάλεια (όπως είναι η λειψυδρία, οι μεγάλες πυρκαγιές, οι αδυναμίες του κράτους δικαίου και οι προκλήσεις που αφορούν τα φύλα). Κάθε μέρα που περνάει, τα προβλήματα που παραμένουν άλυτα, πολλαπλασιάζονται ή προστίθενται επιπλέον στρώσεις στα ήδη υφιστάμενα, με τελικό αποτέλεσμα η αντιμετώπισή τους να καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη.

Αναφορικά με τις βαθύτερα ριζωμένες διαφορές, που όμως επιδέχονται επίλυση, ένα σημείο εκκίνησης για τη διαχείρισή τους θα ήταν η συνειδητοποίηση ότι τα προβλήματα βρίσκονται στο παρελθόν, όμως οι λύσεις βρίσκονται στο μέλλον και στη συνεργασία, γι’ αυτό και θα χρειαστεί να υιοθετηθεί μια τέτοια προσέγγιση. Μέχρι σήμερα η συνήθης επιλογή ήταν η αναβλητικότητα και η αναμονή πρώτα μιας συνολικής επίλυσης των διμερών διαφορών, μετά την οποία, κατά έναν περίπου μεταφυσικό τρόπο, θα ρυθμίζονταν όλα τα υπόλοιπα. Κάτι τέτοιο μπορεί να μη συμβεί ποτέ. Στο μεταξύ, όμως, χάνονται ευκαιρίες, ενώ μπορεί να μην αποφεύγονται και καταστροφές. Ακόμα χειρότερα, για όσους προσεγγίζουν τα πράγματα με σκεπτικισμό, οι διμερείς διαφορές μπορεί να φαίνεται ότι είναι ανεπίδεκτες οποιασδήποτε λύσης, καθώς έχουν καταλήξει να αποκτήσουν σχεδόν υπαρξιακό χαρακτήρα – να πηγαίνουν δηλαδή πέρα από το εθνικό συμφέρον και να αφορούν θεμελιώδεις έννοιες, όπως της δικαιοσύνης, της εθνικής υπερηφάνειας και της ταυτότητας.

Δράση και συνεργασία για αξιοποίηση ευκαιριών

Αντί της αδράνειας –εν αναμονή της επίλυσης των διαφορών– εναλλακτική προσέγγιση αποτελεί η διαχείριση των εν λόγω διαφορών: δηλαδή η δράση, η κινητοποίηση, η αξιοποίηση των ευκαιριών και η έγκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων. Μια τέτοια στάση θα οδηγούσε στην επίτευξη διπλού στόχου: πρώτον θα οδηγούσε σε λύσεις για προβλήματα που προκύπτουν άμεσα, ανεξαρτήτως του κατά πόσον, αν (και πότε) θα επιτυγχανόταν συνολική λύση των μακρόχρονων εκκρεμών διαφορών. και δεύτερον, θα επέτρεπε να εδραιωθεί μια κουλτούρα συνεργασίας, η οποία είναι εξαιρετικά αναγκαία. Κάτι τέτοιο απαιτεί οραματική προσέγγιση, ρεαλισμό και πολιτική βούληση. Πρόκειται όμως για κάτι το εφικτό, και μάλιστα για κάτι που έχει ήδη δοκιμασθεί. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΥΡΗΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ποιοι είναι οι οικονομικοί, τεχνολογικοί, περιβαλλοντικοί και γεωπολιτικοί λόγοι που οδηγούν στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος…

Οι δυο χώρες έχουν βιώσει πετυχημένες απόπειρες προσέγγισης. Έχουν, επίσης, καθιερώσει πολλούς μηχανισμούς για τη μεταξύ τους επαφή. Πράγματι, μια περίοδος ουσιαστικής προσέγγισης υπήρξε εκείνη μεταξύ 1999 και 2010, με πρωτοβουλία των τότε υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ. Εκείνη η περίοδος οδήγησε σε άνθηση του διμερούς εμπορίου καθώς και μεγάλη πρόοδο σε πολλούς τομείς χαμηλής πολιτικής. Ελλάδα και Τουρκία έχουν επίσης μια παράδοση αμοιβαίας συνδρομής σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, όπως είναι οι σεισμοί και οι μεγάλες πυρκαγιές. Υπάρχουν ακόμη διάφοροι μηχανισμοί συνεργασίας και διαχείρισης κρίσεων: το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, το Μόνιμο Συμβούλιο Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, η Επιτροπή Διερευνητικών Επαφών καθώς και το Επιχειρηματικό Συμβούλιο. Επιπλέον, έχουν ηλεκτρική διασύνδεση και μάλιστα και μια περιορισμένη διμερή εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας. Πιο πρόσφατα, οι δυο χώρες συνεργάστηκαν και ως προς τις αντίστοιχες υποψηφιότητές τους στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, του ΟΑΣΑ και του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού ΙΜΟ. Εδώ, σε μια κίνηση χωρίς προηγούμενο, Τούρκοι και Έλληνες υποψήφιοι για εκλογή σε δυο κορυφαίες θέσεις στον ΟΑΣΑ, κατέβηκαν με κοινό ψηφοδέλτιο – και τελικά εκλέχτηκαν. Υπάρχει, τέλος, μια πρωτοβουλία «Θετικής Ατζέντας», με επικεφαλής τους υφυπουργούς Εξωτερικών των δυο χωρών, η οποία προωθεί πρωτοβουλίες κοινού ενδιαφέροντος σε μια συνολική προσέγγιση.

Όλα τα παραπάνω ένα δείχνουν, ότι, παρά τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα, όταν υπάρχει βούληση, βρίσκεται και ο κατάλληλος τρόπος. Παράλληλες προσπάθειες, ως αποτέλεσμα ρεαλισμού, συνειδητοποίησης της αίσθησης του επείγοντος των σημερινών προκλήσεων ή των προκλήσεων του αύριο και πολιτικού θάρρους, μπορούν και να συγκροτηθούν και να λειτουργήσουν. Μάλιστα, όπως τονίστηκε, οι εντεινόμενες προκλήσεις και οι αντίστοιχες ευκαιρίες μπορούν να προσπεράσουν τις ριζωμένες διμερείς διαφορές και τις κατεστημένες προσεγγίσεις που τις περιβάλλουν. Οι δυο χώρες συνδέονται με τα δεσμά κοινών δοκιμασιών που προκύπτουν από ευρύτερα προβλήματα, αλλά και τους δεσμούς αμοιβαίων οφελών που απορρέουν από ευκαιρίες. Τόσο ο δρόμος προς το αύριο, όσο και το πεδίο των λύσεων, βρίσκονται στη συνεργασία.

Ο παράγοντας ενέργεια

Τα ενεργειακά, και ιδιαίτερα οι νέες πηγές ενέργειας, θα μπορούσαν να είναι ένα πεδίο παρόμοιας δυνητικής συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Μιας συνεργασίας που θα μπορούσε να ξεκλειδώσει και για τις δυο πλευρές σημαντικές ευκαιρίες κέρδους, να ανοίξει τον δρόμο συνεργασίας και σε άλλα ζητήματα, και να προωθήσει και την ευρύτερη περιφερειακή συνεργασία και σταθερότητα. Θα μπορούσε μάλιστα η ενέργεια να προσφέρει προοπτικές συνεργασίας, οι οποίες να χτίσουν διασυνδεσιμότητα και συνεπώς αλληλεξάρτηση – με επόμενο στάδιο την κανονικότητα και εντέλει την ειρήνη. Αντί για ανταγωνισμό, να προωθηθεί ένας καταμερισμός των βαρών ή συνδυασμός δυνατοτήτων. αντί για αντιζηλία, η προσπάθεια να καταλήξει σε εξερεύνηση και εν συνεχεία εκμετάλλευση πόρων, οι οποίοι μπορούν να αναπτυχθούν μέσω της συνεργασίας. Αυτό κατεξοχήν ισχύει για τις πηγές ανανεώσιμης ενέργειας/ΑΠΕ, όπως η αιολική ενέργεια. Ένα από τα πλεονεκτήματα των ΑΠΕ, κυρίως δε εκείνων που στηρίζονται στη δύναμη του ανέμου, είναι ότι δεν αποτελούν – όπως συμβαίνει με τα ορυκτά καύσιμα– πρώτες ύλες επί των οποίων τα κράτη διεκδικούν αντιμαχόμενα δικαιώματα. Η προστιθέμενη αξία των ΑΠΕ έγκειται στο να παραμένει η ιδιοκτησία τους στο κάθε κράτος και να αξιοποιείται σε βάση συνεργασίας αν, όταν και για όσο χρόνο το επιθυμούν αυτό τα αντίστοιχα κράτη. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε περιπτώσεις κρατών με δύσκολο παρελθόν και υφιστάμενα προβλήματα –όπως η έλλειψη εμπιστοσύνης– που οδηγεί σε εντάσεις στις διμερείς τους σχέσεις.

ΜΠΟΡΕΙ ΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΕΘΝΩΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ, ΟΥΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΥΜΒΑΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ –ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΟΠΩΣ ΤΟ ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΤΑΝ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ–, ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ (ΚΑΤΑ ΠΑΣΑ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ) ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΕ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ. ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ, ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ «Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ», ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΕΙ Η ΠΛΕΟΝ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ.

Μια συνεργασία τέτοιου τύπου, στα ενεργειακά αλλά και ευρύτερα, θα κόμιζε πολλά οφέλη και στις δυο χώρες και στους λαούς τους, καθώς και ευρύτερα σε περιφερειακό επίπεδο. Πρώτον, προμήθεια ενέργειας στις άμεσα ενδιαφερόμενες κοινότητες –όπως οι παράκτιες και νησιωτικές– την οποία έχουν ανάγκη, και μάλιστα με ασφαλή βάση, ιδιαίτερα σε φάσεις υψηλής ζήτησης, όπως είναι η κορύφωση της κοινής τουριστικής περιόδου τους. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε πρόσθετες διασυνδέσεις των δυο πλευρών, με επαφές μεταξύ των κοινοτήτων και με τη δημιουργία αγορών. Η προσέγγιση αυτή αποδείχθηκε ήδη επιτυχής σε μια άλλη περίπτωση, εκείνη της φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος χορήγησης βίζας που δέχθηκε η Ελλάδα για Τούρκους επισκέπτες σε ορισμένα από τα νησιά του Αιγαίου. Αυτό οδήγησε σε δεκάδες χιλιάδες επισκέψεις, τόνωσε τις τοπικές οικονομίες και συνέβαλε στη δημιουργία κοινωνικών δεσμών, τη συμφιλίωση και τις πιο ειρηνικές σχέσεις. Παράλληλα, στηρίχθηκε η νομιμοποίηση στην κοινή γνώμη των δυο πλευρών, της προσέγγισης και της αποδοχής «του άλλου», ενώ διευκολύνθηκαν και οι πρωτοβουλίες των πολιτικών ηγεσιών.

Την ίδια στιγμή, θα ωφεληθούν και οι ενεργειακές προοπτικές σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς και οι διεθνείς σχέσεις. Η συνεργασία μεταξύ παράκτιων κρατών –όπως η Ελλάδα και η Τουρκία– θα δημιουργούσε καλύτερες συνθήκες ενεργειακής ασφάλειας για όλους, μέσα από ένα καθεστώς διασυνδεσιμότητας. Θα ελαχιστοποιούσε τον γεωπολιτικό κίνδυνο και τους κινδύνους ασφαλείας, επιτρέποντας τη  φθηνότερη ενέργεια και αντίστοιχα φθηνότερα επενδυτικά σχέδια. Θα βελτίωνε τη δυνατότητα προσφυγής σε ευκαιρίες συγχρηματοδότησης, όπως για παράδειγμα σε προγράμματα στήριξης προερχόμενα από την ΕΕ. Παρόμοια σχέδια θα μπορούσαν μάλιστα να ενταχθούν σε μια χρήσιμη –ίσως και απαραίτητη– ευρύτερη συζήτηση γύρω από την κλιματική σύγκλιση, τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας (υπό το πρίσμα διασυνδεδεμένων οικονομιών) κ.ο.κ. Άλλωστε, το ενεργειακό δεν αποτελεί μόνο οικονομικό ζήτημα, αλλά και ζήτημα ασφάλειας υπό τη στενή έννοια, ανθρώπινης ασφάλειας, ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Σε όλα αυτά τα επίπεδα, απαιτείται όλο και ισχυρότερη σύγκλιση.

Η περιφέρεια για την περιφέρεια 

Τέλος, μπορεί τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου να μην είναι διεθνώς ανταγωνιστικά, ούτε να μπορούν να συμβάλουν στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης –τουλάχιστον όπως το θέμα προσεγγιζόταν μέχρι σήμερα–, όμως είναι και θα παραμείνουν (κατά πάσα πιθανότητα) σημαντικά σε περιφερειακό επίπεδο. Με αυτή την έννοια, μια προσέγγιση της μορφής «η περιφέρεια για την περιφέρεια», μπορεί να αποδειχθεί η πλέον ρεαλιστική. Μάλιστα, ένα βιώσιμο όραμα για ευρύτερο ενεργειακό μείγμα σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να βασιστεί σε συνέργειες και όχι σε αποκλεισμούς. Σε αντίστροφη πάλι φορά, η ενέργεια μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη συνεργασία – και ως εκ τούτου για την ευημερία, την ειρήνη και την ευδαιμονία, που θα δείξει τον δρόμο της συνεργασίας σε όλο και περισσότερους τομείς, ανάμεσα σε όλο και περισσότερες χώρες.

* Ο Χάρης Τζήμητρας είναι καθηγητής διεθνούς δικαίου, Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου του Ινστιτούτου του Όσλο για την Ειρήνη, και Senior Fellow του Atlantic Council στην Ουάσινγκτον.  



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ