Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ

Επιχειρήσεις και έλλειψη προσωπικού: Μύθοι και πραγματικότητες
Σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, αυτή τη στιγμή υπάρχουν στη χώρα περί τις 260.000 κενές θέσεις εργασίας. Παράγοντες δε της αγοράς επισημαίνουν πως το πραγματικό νούμερο των κενών θέσεων εργασίας είναι πολύ μεγαλύτερο, και πιθανόν να προσεγγίζει τις 400.000 εάν λάβει κανείς υπόψη του την τεράστια δυναμική που εμφανίζουν και άλλοι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Η Οικονομική Επιθεώρηση αναζήτησε απαντήσεις για αιτίες του φαινομένου και τις πιθανές διεξόδους για την επίλυσή του.

Στα χρόνια της κρίσης, με «καραβιές» νέων Ελλήνων μεταναστών στο εξωτερικό να αναζητούν διέξοδο και προοπτική, θα φάνταζε ανέκδοτο! Οι επιχειρήσεις να παρακαλούν να βρουν προσωπικό και χρόνο τον χρόνο οι ανάγκες να μεγαλώνουν ακόμα περισσότερο… Η εικόνα και οι ανάγκες όμως έχουν αλλάξει δραματικά με το πέρασμα στη νέα δεκαετία, την αναπτυξιακή ώθηση της οικονομίας, το μεγάλο στοίχημα της ψηφιακής μετάβασης, αλλά και την υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων που έμεναν στα «συρτάρια» επί μία ολόκληρη δεκαετία. Το πρόβλημα της μεγάλης ανεργίας πλέον έχει εξελιχθεί σε πρόβλημα εξεύρεσης προσωπικού, που είναι εξίσου σοβαρό όμως καθώς τείνει να εξελιχθεί σε μείζον «αγκάθι» για τη μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ειδικά καθώς πασχίζει να «ανταγωνιστεί», σε επίπεδο προσέλκυσης εργαζομένων, τις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές. Πρόκειται για ελλείψεις που παρατηρούνται τόσο σε υψηλόβαθμα στελέχη όσο και σε εργατικό δυναμικό. Και, το κυριότερο, για ελλείψεις σε εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό που πλήττουν κυρίως τη μεταποίηση και τις κατασκευές, καθώς και σε ειδικούς της ψηφιακής τεχνολογίας.

Το μέγεθος του προβλήματος 

Τελευταία μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος καταλήγει ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν στη χώρα περί τις 260.000 κενές θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο του 2024 σε περισσότερες από 5.000 επιχειρήσεις πανελλαδικά, πάνω από 1 στις 3 επιχειρήσεις (37%) δηλώνουν ότι έχουν κενές θέσεις εργασίας. Μάλιστα όσο αυξάνεται το μέγεθος της επιχείρησης, τόσο μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα, ενώ το ποσοστό των επιχειρήσεων με περισσότερους από 25 εργαζόμενους που έχουν κενές θέσεις εργασίας φτάνει το 60%. Οι κλάδοι με τα υψηλότερα ποσοστά επιχειρήσεων που δηλώνουν κενές θέσεις εργασίας είναι η Μεταποίηση (50%), τα Καταλύματα & η Εστίαση (48%) και οι Κατασκευές (55%), ενώ υψηλό ποσοστό (48%) καταγράφεται και μεταξύ των επιχειρήσεων με εξαγωγικό χαρακτήρα.

Παράγοντες της αγοράς πάντως επισημαίνουν πως το πραγματικό νούμερο των κενών θέσεων εργασίας είναι πολύ μεγαλύτερο, και πιθανόν να προσεγγίζει τις 400.000 εάν λάβει κανείς υπόψη του την τεράστια δυναμική που εμφανίζουν και άλλοι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως στο κομμάτι της ψηφιακής μετάβασης και των ιδιαίτερα μεγάλων τεχνολογικών έργων που πρέπει να εκτελεστούν.

ΠΑΝΩ ΑΠΟ 1 ΣΤΙΣ 3 ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (37%) ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΟΤΙ ΕΧΟΥΝ ΚΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΜΑΛΙΣΤΑ ΟΣΟ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ, ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΕΝΩ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΠΟ 25 ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΤΑΝΕΙ ΤΟ 60%. ΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΜΕ ΤΑ ΥΨΗΛΟΤΕΡΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΚΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ (50%), ΤΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ & Η ΕΣΤΙΑΣΗ (48%) ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ (55%), ΕΝΩ ΥΨΗΛΟ ΠΟΣΟΣΤΟ (48%) ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕ ΕΞΑΓΩΓΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ.

Μάλιστα με τον ρυθμό που εξελίσσονται τα πράγματα, ο κλάδος της Πληροφορικής στη χώρα μας, σύμφωνα με την πρόεδρο του ΔΣ του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδος (ΣΕΠΕ) κα Γιώτα Παπαρίδου, θα έχει ως το 2030 περί τις 83.000 κενές θέσεις εργασίας! Μία εκτίμηση που βασίζεται στα στοιχεία που προέκυψαν από μελέτη που διενήργησε η Deloitte για τον ΣΕΠΕ με τη συνδρομή του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) αναφορικά με την επίδραση της δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης στην ελληνική οικονομία. Αλλά και ένα «καμπανάκι» για την αναγκαία ψηφιακή μετάβαση Δημοσίου και επιχειρήσεων, καθώς δυσκολεύονται να ολοκληρωθούν έργα εγκαίρως.

Πρόκειται βέβαια για μία εικόνα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον δείκτη ανεργίας στη χώρα, ο οποίος εξακολουθεί επισήμως να βρίσκεται λίγο κάτω απ’ το 10%, με την απλούστερη εξήγηση να ανάγει αυτή την αναντιστοιχία στη «μαύρη εργασία» που, όπως φαίνεται, ανθεί. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμα και η ΕΛΣΤΑΤ στα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της, που αφορούσαν το πρώτο τρίμηνο του 2024, υπολόγιζε ότι οι κενές θέσεις εργασίας σήμερα στη χώρα βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ, ξεπερνώντας τις 70.000!

Αναζητώντας τις αιτίες

«Ψάχνουμε ανθρώπους για υψηλά αμειβόμενες θέσεις πέριξ της Πληροφορικής και δεν μπορούμε να βρούμε», λέει στην Οικονομική Επιθεώρηση ο πρόεδρος του Ομίλου Quest και πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Θεόδωρος Φέσσας, απορρίπτοντας το βασικό επιχείρημα που διατυπώνεται ότι «το επίπεδο των μισθών ευθύνεται για το ότι δεν βρίσκουν προσωπικό οι εταιρείες» και το οποίο συνοδεύεται με την παρότρυνση των αυξήσεων. «Όχι, δεν είναι ο μισθός, περισσότερο έχει να κάνει με άλλους παράγοντες», λέει ο κ. Φέσσας. «Εγώ θα έλεγα ότι η έλλειψη συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με τη μόρφωση, την επιμονή και υπομονή να μορφωθεί και να αριστεύσει κάποιος εκπαιδευτικά, ακαδημαϊκά. Γενικά έχει να κάνει με τη διαχείριση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Σαφώς και της οικογένειας, και όλης της κοινωνίας, με την αλλαγή του τρόπου ζωής και τις σύγχρονες προτεραιότητες», προσθέτει. «Ένα κομμάτι της ζωής μου που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι έκανα βοηθός καθηγητού στο Πολυτεχνείο. Τότε λοιπόν έβλεπε κανείς ότι υπήρχε ένα 50% των φοιτητών που ήθελαν να δουλέψουν, ένα 30% που ήταν στο μεταίχμιο, και ένα 20% που δεν μπορούσε, δεν ήθελε. Σήμερα που μιλάω με συναδέλφους μου που ακολούθησαν ακαδημαϊκή καριέρα και διδάσκουν μου λένε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Μόλις το 20% είναι πρόθυμοι να δουλέψουν, το 50% είναι μέτριοι, και το 30% εντελώς αδιάφοροι! Νομίζω ότι άλλαξαν τα ποσοστά, διότι και η εκπαίδευση έδωσε σημασία στην πολιτική και στην τεμπελιά. Η ζωή έγινε πιο εύκολη. Η γενιά μας πάλεψε να πετύχει το καλύτερο. Η σημερινή γενιά μπορεί να το πετύχει πιο εύκολα. Αρκεί όμως να θέλει και να το κυνηγήσει. Οπότε, για να επιστρέψω στο ερώτημα, το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας είναι βαθύτερο και έχει να κάνει περισσότερο με τη στάση ζωής των νέων γενεών και όχι κατά βάση με τους μισθούς», καταλήγει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Την ίδια άποψη διατυπώνει στην Οικονομική Επιθεώρηση και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Nestle Hellas κ. Νίκος Εμμανουηλίδης, ο οποίος προσθέτει πως η νέα γενιά έχει απολέσει την αίσθηση πίστης (σσ. sense of loyalty). «Στο παρελθόν υπήρχαν ορισμένες εταιρείες, εργοδότες, που προσέλκυαν κόσμο. Κάποιος θα πήγαινε εκεί γιατί φανταζόταν ότι εκεί θα έκανε καριέρα, ότι εκεί θα έβρισκε ένα περιβάλλον ιδανικό για να δουλέψει. Αυτό νομίζω ότι πλέον έχει εκλείψει σε σημαντικό βαθμό στο μυαλό των νέων ανθρώπων ως σκοπός. Βλέπεις ότι ακόμα και σε συνεντεύξεις για πρόσληψη ο ενδιαφερόμενος δεν μπαίνει “ψαρωμένος” με την έννοια ότι “προσπαθώ να κερδίσω τη δουλειά”. Πολλές φορές γίνεται το αντίθετο, ο υποψήφιος εργαζόμενος μας κάνει συνέντευξη… Ακόμα και σε μια εταιρεία σαν και τη δική μας, που έχουμε καλή φήμη και υπάρχει γενικά σεβασμός. Είμαστε πολύ κοντά στα πανεπιστήμια, μιλάμε με τους ανθρώπους, εξηγούμε, όμως παρατηρούμε ότι είναι λίγο αποστασιοποιημένοι απ’ τη λογική “να παλέψω να μπω κάπου, να κερδίσω τη θέση!”. Και αυτό ξεκάθαρα είναι μία τάση στους νέους ανθρώπους», σημειώνει.

Για τον ίδιο, ωστόσο, υπάρχουν άλλοι τρεις καίριοι λόγοι που έχουν διαμορφώσει τη σημερινή εικόνα. «Πρώτα απ’ όλα στην Ελλάδα δεν υπάρχει οργάνωση και “επικοινωνία” μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς. Η χώρα μας δημιουργεί για παράδειγμα χιλιάδες γιατρούς και δικηγόρους, και μας λείπουν άλλου είδους επαγγέλματα, που όμως θέλουν και μία εκπαίδευση και θέλουν και έναν επαγγελματικό προσανατολισμό. Όχι ευκαιριακά. Οπότε το θέμα ξεκινάει πρώτα από εκεί, απ’ την εκπαίδευση των νέων ανθρώπων. Ένα άλλο κομμάτι, κατά την άποψή μου, είναι ότι οι ίδιες οι εταιρείες πρέπει να είναι σε θέση να μπορούν να παρουσιάσουν τον εαυτό τους με έναν τρόπο μαρκετινίστικο, να τον “πουλήσουν” και να εξηγήσουν επαρκώς για ποιο λόγο κάποιος να τους προτιμήσει. Τεράστιο θέμα όμως είναι και ο διεθνής ανταγωνισμός που πλέον υπάρχει σε όλα τα επίπεδα. Ακόμα και για τους οδηγούς φορτηγών ή τους εργάτες. Και οι Έλληνες έχουν μεγάλη ευελιξία στο να μεταφερθούν σε άλλες γεωγραφίες απ’ το να βρουν μια βασική δουλειά στην Ελλάδα. Ψάχνουν και βρίσκουν καλύτερους όρους σε μια άλλη χώρα. Κάποιος που θα μπορούσε να κάνει απλές δουλειές θα πάει εκεί που θα θεωρήσει ότι είναι ευκαιρία. Μετά μπορεί να αποφασίσει πως για ένα διάστημα θα σταματήσει και μετά πάλι απ’ την αρχή. Η ευελιξία της εργασίας λοιπόν έχει δώσει πολλές επιλογές στον κόσμο. Και όσο υπάρχει μεγάλη προσφορά εργασίας, θα υπάρχουν και επιλογές».

Σύμφωνα με τον κ. Εμμανουηλίδη η μεγαλύτερη έλλειψη σήμερα παρατηρείται σε ανθρώπους με ειδική εκπαίδευση. «Εμείς το βλέπουμε αυτό διότι ως εταιρεία εκπαιδεύουμε ανθρώπους που δουλεύουν σε καφετέριες. Στο παρελθόν τους βοηθούσαμε να μάθουν να πουλάνε σωστά, τώρα απλά τους εκπαιδεύουμε στα βασικά διότι δεν μένουν στη δουλειά. Ο υπεύθυνος ενός καταστήματος μπορεί να μας ζητά να πηγαίνουμε και κάθε μήνα, ώστε να μαθαίνουμε στους υπαλλήλους του τα βασικά, ενώ παλιά πηγαίναμε πιο αραιά, αλλά βαθύτερα στην εκπαίδευσή τους. Και αυτό δείχνει ότι το προσωπικό αλλάζει διαρκώς».

Η σημασία του εργασιακού περιβάλλοντος 

Πώς όμως μπορείς να διαχειριστείς και να αντιμετωπίσεις όλη αυτή την κατάσταση; «Μόνο η αύξηση των μισθών δεν μπορεί να κάνει κάτι. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποια επιχείρηση είναι να δημιουργήσει μια κουλτούρα ώστε, όταν εισέλθει κάποιος σε αυτή, να θεωρήσει ότι το εργασιακό περιβάλλον τον ικανοποιεί απόλυτα. Μόνο έτσι».

Ένα αξιοσημείωτο εύρημα της έρευνας της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος είναι ότι το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού εντοπίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην περιφέρεια, και ιδιαίτερα στα νησιά και τη Θεσσαλία.

«ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ “ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ” ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ. Η ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ, ΚΑΙ ΜΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΑΛΛΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ. ΕΠΙΣΗΣ, ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥΝ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ ΕΠΑΡΚΩΣ ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙ. ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΘΕΜΑ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΠΛΕΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ» ΑΝΑΦΕΡΕΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΗΣ NESTLE HELLAS Κ. ΝΙΚΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ

«Οι νέοι άνθρωποι έχουν άλλα δεδομένα για την εργασία, αλλά και για την προσωπική πορεία τους. Σε αυτό το πλαίσιο όλοι θέλουν να σπουδάσουν, να πάνε στις πόλεις. Οι δουλειές όμως στην αγροδιατροφή δεν είναι στις πόλεις, είναι στην περιφέρεια. Οπότε το πρόβλημα είναι υπαρκτό και μεγάλο», λέει στην Οικονομική Επιθεώρηση ο αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Μπάρμπα Στάθης κ. Νικήτας Ποθουλάκης. «Και γενικά αυτός ο τομέας δεν συγκαταλέγεται και στις “εύκολες” δουλειές. Γι’ αυτό και ένας απ’ τους λόγους που κάνουμε εμείς επενδύσεις είναι για να δημιουργήσουμε ένα καλό και πιο εύκολο εργασιακό περιβάλλον. Κάτι που παλιά ήταν δεδομένο ότι “έτσι δουλεύει αυτό”, πρέπει να το κάνεις καλύτερο, πιο ελκυστικό για τους νέους», προσθέτει. Γι’ αυτό και εκτιμά πως το ζήτημα των μισθών έχει βαρύτητα, αλλά όχι τη μεγαλύτερη αναφορικά με την προβληματική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. «Οι μισθοί για τεχνίτες σήμερα έχουν εκτοξευθεί. Δεν υπάρχουν αρκετοί για όλη την αγορά και τις ανάγκες της», σημειώνει τονίζοντας την ανάγκη να επανέλθουν οι τεχνικές σχολές στη χώρα. «Αναγκαστικά οι επιχειρήσεις πηγαίνουμε σε αυτοματοποιήσεις. Διότι δεν υπάρχουν χέρια. Αν σε πέντε χρόνια καταφέρω να έχω το 50% των εργατών που χρειάζομαι για την εταιρεία, θα κάνω πάρτι. Οπότε οι αυτοματοποιήσεις είναι αναγκαιότητα και αυτό δεν σχετίζεται μόνο με το λειτουργικό κόστος μιας εταιρείας», καταλήγει.

Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο;

Για τον πρόεδρο του ΣΕΒ κ. Σπύρο Θεοδωρόπουλο πρέπει να υπάρξουν άμεσα παρεμβάσεις θεσμικές στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ευελιξίας τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις, προκειμένου να καλυφθούν από τη μία τα κενά και από την άλλη να υπάρξουν κίνητρα για περισσότερη εργασία με μεγαλύτερα όμως οφέλη. Στο πλαίσιο αυτό έχει ζητήσει απ’ τους κοινωνικούς εταίρους και την κυβέρνηση να ξεκινήσουν οι συζητήσεις για τη διαμόρφωση ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου», όπως το χαρακτήρισε, που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες εργοδοτών και εργαζομένων. Την ίδια ώρα, όπως φάνηκε και στην τοποθέτησή του στο Fortune CEO Initiative, ζητά παρεμβάσεις ώστε να εισέλθει στην αγορά εργασίας ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που σήμερα είναι ανενεργό. «Πρέπει πρώτα να φέρουμε στην εργασία αυτούς που δεν συμμετέχουν. Σήμερα το 16% των ανθρώπων μεταξύ 15 και 29 ετών ούτε δουλεύουν ούτε εκπαιδεύονται ούτε σπουδάζουν. Απλά κάθονται! Αν βγάλουμε την ομάδα 15-18 ετών, που είναι τα χρόνια του σχολείου, τότε στην ηλικιακή ομάδα 18-29 ετών, που ο άνθρωπος αποφασίζει τι θα κάνει στη ζωή του, αυτό το 16% μεγαλώνει πολύ! Αυτή λοιπόν είναι μία “δεξαμενή” από την οποία μπορούμε να φέρουμε τους ανθρώπους να δουλέψουν όχι μόνο για το καλό της οικονομίας, αλλά και για το μέλλον τους», σημείωσε ο κ. Θεοδωρόπουλος. «Η δεύτερη δεξαμενή είναι οι γυναίκες. Έχουμε το δεύτερο μικρότερο ποσοστό απασχόλησης των γυναικών σε όλη την Ευρώπη. Όχι γιατί οι γυναίκες κάθονται, αλλά διότι εκτελούν οικογενειακά καθήκοντα, ανατροφή των παιδιών, φροντίδα των γερόντων γονέων κ.τ.λ. Άρα να δημιουργήσουμε δομές για να βοηθήσουμε να συνδυάσουμε την εργασία με τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Κι αν όλα αυτά δεν φθάσουν, τότε να πάμε σε ελεγχόμενη μετανάστευση, όπου θα επιτρέψουμε να έρθουν ειδικότητες και επαγγέλματα όπου έχουμε συγκεκριμένες ανάγκες», κατέληξε στην τοποθέτησή του.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ