Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ «ΘΕΤΙΚΗΣ ΑΤΖΕΝΤΑΣ» ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ

Η προϊστορία της «θετικής ατζέντας» στα ελληνοτουρκικά
ΑΠΕ- ΜΠΕ/ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ /STR
Με δεδομένη την κινητικότητα που παρατηρείται την τελευταία περίοδο στα ελληνοτουρκικά, αλλά και την έμφαση στην πτυχή της οικονομικής συνεργασίας ως οχήματος βελτίωσης του κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες, η Οικονομική Επιθεώρηση επιχειρεί να φωτίσει τη ρίζα αυτού που σήμερα αποκαλούμε «θετική ατζέντα»

Ο ίσκιος του παρελθόντος έχει πάντα σημασία στα Ελληνοτουρκικά. Και μια σταθερά –που δεν έχει φέρει πάντα ουσιαστικά αποτελέσματα, ωστόσο δεν παύει να έχει το ενδιαφέρον της– είναι το εγχείρημα της λεγόμενης «θετικής ατζέντας». Δηλαδή του διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας σε θέματα εμπορικά, και γενικότερα οικονομίας, με ενέργεια, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, ναυτιλιακά και τουρισμό στην πρώτη γραμμή, με τα πάντα παρόντα ζητήματα διαδικασιών επίσης, θέματα δηλαδή που θεωρείται ότι μπορούν να λειτουργήσουν εκτονωτικά στη συνολική σχέση − βοηθώντας την προσέγγιση των θεμάτων υψηλής πολιτικής, εκείνων που απασχολούν τις ηγεσίες Αθηνών-Άγκυρας ή/και τους ΥΠΕΞ, αλλ’ ακόμη και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης/ΜΟΕ να εξελιχθούν, στο πεδίο της άμυνας ιδίως, με μορατόριουμ σε αέρα και θάλασσα (συνέχεια του Μνημονίου Παπούλια-Γιλμάζ του 1998).

Η τελευταία σοδειά επαφών «θετικής ατζέντας» ξεκίνησε μετά τη συμφωνία Δένδια-Τσαβούσογλου (Απρίλιος 2021) και έφερε δύο διαδοχικές συναντήσεις των υφυπουργών Εξωτερικών με αρμοδιότητα την οικονομική διπλωματία Κώστα Φραγκογιάννη και (τότε) Σεντάτ Ονάλ σε Καβάλα και Αττάλεια, εν συνεχεία στην Αθήνα. Η περαιτέρω συνέχεια –μιας διαδικασίας που «έχτισε» 25 θεματικές ενότητες οι οποίες προσεγγίζονται παράλληλα– έφερε τον Κ. Φραγκογιάννη σε επαφή με τον νέο ομόλογό του Μπουράκ Ακσαπάρ στην Άγκυρα. Σημεία βελτίωσης των σχέσεων (συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στα Θεραπειά τον Μάρτιο 2022 , ήδη η συνάντηση στο περιθώριο της Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τον φετινό Ιούλιο), αλλά και φάσεις όξυνσης που εμφανίστηκαν, δεν ανέκοψαν την εν λόγω διαδικασία «θετικής ατζέντας».

Αξίζει όμως να αναζητήσει κανείς τη ρίζα της «θετικής ατζέντας» – της οποίας, σημειωτέον, θερμοί υποστηρικτές ήταν πάντοτε και η ΕΕ (η οποία και, κατά καιρούς, παρείχε τεχνική βοήθεια…), αλλά και οι ΗΠΑ, που σταθερά επαναφέρουν αυτή τη διάσταση (τοποθετήσεις Μπλίνκεν και Κάρεν Ντόνφριντ, υφυπουργού για θέματα Ευρώπης) σε ένα παρελθόν που μπορεί να φαίνεται μακρινό, πλην όμως αποδεικνύεται ότι και σήμερα οδηγεί τα πράγματα. Ταυτόχρονα, αξίζει να δει κανείς πώς ο ίδιος ο επιχειρηματικός κόσμος λειτούργησε αποφασιστικά στη λογική «θετικής ατζέντας», κι από τις δύο ακτές του Αιγαίου.

ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ-Τ. ΟΖΑΛ ΣΤΟ ΝΤΑΒΟΣ ΥΠΟΓΡΑΦΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΕΙΧΕ, ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ/ΤΙΤΑΝ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΝΙΚΟ ΒΕΡΝΙΚΟ, ΤΗΝ ΚΑΙΤΗ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ/ΒΩΞΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ/ΒΙΟΚΑΤ.

Το πρώτο ξεκίνημα «θετικής ατζέντας»

Ήδη, την εποχή της συνάντησης Α. Παπανδρέου-Τ. Οζάλ στο Νταβός την ίδια ημέρα, 4 Μαρτίου του 1988, υπογραφόταν Πρωτόκολλο Συνεργασίας Τούρκων και Ελλήνων Επιχειρηματιών στην Αθήνα «με στόχο την αμοιβαία διερεύνηση και προώθηση των οικονομικών, εμπορικών, χρηματοπιστωτικών και βιομηχανικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού και της δημιουργίας κοινών επιχειρήσεων, καθώς και την κινητροδότηση, ενθάρρυνση και αναβάθμιση των κοινών προσπαθειών των δύο χωρών προς τον σκοπό αυτό».

Την πρωτοβουλία εκείνη είχε, από πλευράς του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου, ο Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος/ΤΙΤΑΝ, μαζί με τον εφοπλιστή Νίκο Βερνίκο, την Καίτη Κυριακοπούλου/Βωξίτες και τον Γεώργιο Κωνσταντινίδη/ΒΙΟΚΑΤ, από δε τουρκικής πλευράς οι Σαρίκ Ταρά/ΕΝΚΑ, Σελίμ Εγκελί και Εβρέν Αρτάμ, προσερχόμενοι από την ανερχόμενη/εξωστρεφή TÜSİAD . Τότε, η τουρκική πλευρά είχε ήδη δημιουργήσει τον φορέα DEİK  προς τον σκοπό της συνεργασίας. «Οι Έλληνες συμμετέχοντες ανέλαβαν να προχωρήσουν επίσης σε συγκρότηση ανάλογου φορέα, με σκοπό τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των δύο πλευρών». Ταυτόχρονα, δίνονταν διαβεβαιώσεις για την πρόθεση ανάληψης «κοινών προγραμμάτων που θα υπηρετούν τους κοινούς στόχους».

Η συνεργασία εκείνη, που κατέληξε στη δημιουργία του Ελληνοτουρκικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου/Türkiye-Yunanistan İş Konseyi, έπαιξε ρόλο τα χρόνια που ακολούθησαν, με ικανό αριθμό συναντήσεων – καθώς και στήριξη στην πολιτική κινητικότητα.

Λίγο μετά τον πρώτο κύκλο συναντήσεων, βλέπουμε (18-19 Απριλίου 1988) να πραγματοποιείται στην Αθήνα Κοινή Συνάντηση των Επιχειρηματιών Συμβουλίων. Ήδη, στις κάποιες εβδομάδες που είχαν μεσολαβήσει, είχε κατορθωθεί να οργανωθούν και επιμέρους ομάδες εργασίας σε θεματικές όπως ο τουρισμός, οι εμπορικές συναλλαγές, η βιομηχανία (κλωστοϋφαντουργία και φαρμακευτική βιομηχανία),  τα ηλεκτρονικά, οι μεταφορές/ναυτιλία, τα κατασκευαστικά.

Στη σχετική ανακοίνωση Τύπου, ένα πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν η επισήμανση «σοβαρής έλλειψης πληροφόρησης», με αντίστοιχη έκκληση για «συστηματική και εκτενή ενημέρωση». Στις θετικές προοπτικές καταγράφηκε η προσδοκία να δημιουργηθούν, μέσω συνεργασιών, οικονομίες κλίμακας, «πιθανότητες μεταφοράς τεχνογνωσίας» και πρότυπες συνεργασίες στον τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο, μεγαλύτερη (καίτοι συγκρατημένη/ευγενική) ήταν η απαρίθμηση των προβληματικών περιοχών: μη-δασμολογικά εμπόδια, γραφειοκρατικές διαδικασίες, απαιτήσεις ειδικών αδειών. Ακόμα πιο προσεκτικά, γινόταν αναφορά στα φαινόμενα κρατικών επιδοτήσεων και στις ελλείψεις διαφάνειας. (Χαρακτηριστικό: με δεδομένο ότι βρισκόμασταν στην άνοιξη του 1988, ειδική/αιχμηρή αναφορά γινόταν στη «μόλυνση των θαλασσών ως σημαντική απειλή για τον τουρισμό»). Ως κατακλείδα της Ανακοίνωσης των Επιχειρηματικών Συμβουλίων, η αναφορά στην «ειλικρίνεια και ευθύτητα» των συζητήσεων, αλλά και η προσεκτικά διατυπωμένη αντίληψη ότι «τα θέματα χρειάζονται μελέτη σε βάθος».

ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΟΡΓΑΝΩΘΗΚΑΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΟΠΩΣ Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ, ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ, Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ (ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ), ΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ, ΟΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ/ΝΑΥΤΙΛΙΑ, ΤΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ.

Η δουλειά των ομάδων εργασίας

Στην τελευταία έκκληση ανταποκρίνονταν ουσιαστικά οι ομάδες εργασίας που όχι μόνο πρόλαβαν να συγκροτηθούν και να συνέλθουν σε σώμα, αλλά και να δώσουν – σε ορισμένους τομείς, πάντως– συμπεράσματα και προτάσεις για επόμενα βήματα:

Εντυπωσιάζει (για σήμερα), στο πεδίο του τουρισμού, η εισαγωγική παρατήρηση ότι «και οι δύο χώρες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια ενιαία τουριστική περιοχή» (με την προσθήκη ότι «θα πρέπει να αρθούν όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια»: ως τέτοια εμπόδια χαρακτηριστικά αναφερόταν η απαιτούμενη από τους Τούρκους ταξιδιώτες βίζα και ένα τέλος 100 δολαρίων για κάθε άφιξη, καθώς και οι βαριές διαδικασίες ελλιμενισμού του γιώτινγκ). Πέραν αυτών, «θα πρέπει να καθιερωθούν προγράμματα αμοιβαίων τουριστικών ροών μεταξύ των νησιών και των ακτών της Ανατολίας». Επίσης, αναφορά γινόταν σε δυνητική συνεργασία μεταξύ Ολυμπιακής και Turkish Airlines. Να μνημονεύσουμε και πάλι την εκτεταμένη αναφορά στους κινδύνους της οικολογικής επιβάρυνσης λόγω τουριστικής ανάπτυξης.

Στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών, η αντίστοιχη Υποεπιτροπή (Σ. Εγκελί-Γ. Αβραμίδης παρουσίαζαν τα συμπεράσματά της), έδωσε έμφαση στις περιπτώσεις υψηλών δασμών που εναπέμεναν, καθώς και στη σημασία των αδειών εισαγωγής/κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Ζητήθηκε από τους επικεφαλής των Επιχειρηματικών Συμβουλίων «να μεσολαβήσουν προς τις αρχές των αντίστοιχων χωρών, ώστε να καταργηθούν τα περιττά εμπόδια». Προκειμένου να ξεπεραστούν προβλήματα εμποδίων στις συναλλαγές (κυρίως έναντι τρίτων χωρών…) γινόταν μια σύσταση για συμπαραγωγή: προφανώς η αναφορά ήταν στις ρυθμίσεις πρόσβασης στις αγορές ΕΟΚ και τη βελτίωση της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων με τη χρήση ελληνικής προέλευσης για τουρκικά προϊόντα της εποχής.

Στον τομέα της βιομηχανίας, στη συζήτηση ειδικότερα για τα κλωστοϋφαντουργικά (συμπροέδρευαν Στ. Αργυρός-Α. Ακίν) η ατμόσφαιρα ηχεί σήμερα ως «άλλης εποχής». Η συζήτηση ήταν περί επιδοτήσεων στις τουρκικές εξαγωγές και περί ευρωπαϊκών ποσοστώσεων («να μη διαταράσσεται η ευρωπαϊκή αγορά κλωστοϋφαντουργικών μακροπρόθεσμα»). Σαφώς πιο χαλαρή η συζήτηση για τα φαρμακευτικά προϊόντα (Π. Γερολυμάτος-Χ. Ουλουσάι) όπου περισσότερο η αναφορά ήταν στη διευκόλυνση της εμπορίας πρώτων υλών και την (ελπιζόμενη) στροφή σε προϊόντα «υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου». Επίσης, προσδοκία συμμετοχής από κοινού σε ερευνητικά προγράμματα τύπου Eureka. Σε εντελώς γενικό επίπεδο τα συμπεράσματα της Υποεπιτροπής για τα ηλεκτρονικά/τηλεπικοινωνιακά (Γ. Χιδίρογλου-Ου. Τσινγκίρ), αλλά και για τις προοπτικές αυτοκινητοβιομηχανίας (Ν. Παπαϊωάννου-Ου. Τσινγκίρ).

ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΖΕΙ (ΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ), ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΟΤΙ «ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΧΩΡΕΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΜΙΑ ΕΝΙΑΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ», ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ ΛΟΓΩ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ.

Πολύ πιο διεξοδική ήταν η πραγμάτευση του τομέα των μεταφορών, με έμφαση στις θαλάσσιες μεταφορές/ναυτιλία (Στ. Γουρδομιχάλης-Ν. Παλαβίδης), όπου περισσότερο γινόταν ανάλυση των στοιχείων που είχαν φέρει τη μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής υπερπόντιας ναυτιλίας (τότε 85 εκατ. τόνοι, έναντι των 5,5 της τουρκικής, με συμπλήρωση μάλιστα ότι «δεν υπάρχουν προωθημένα πλοία»). Η διαπίστωση, μάλιστα με βάση και την υψηλή ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού της ελληνικής ναυτιλίας, ήταν ότι υπήρχαν περιθώρια συμπληρωματικότητας.

Τέλος, στον κατασκευαστικό τομέα (Ι. Οικονόμου-Τ. Αλγκασιλγάρ) επισημάνθηκαν οι ευκαιρίες, αλλά και τα προβλήματα «και στις δύο χώρες, αλλά και στις διεθνές αγορές», με ιδιαίτερη έμφαση στη χρηματοδότηση «μεγάλων κατασκευαστικών σχεδίων», και δη στην προοπτική ανεύρεσης κεφαλαίων για χρηματοδότηση έργων (project finance). Επισημάνθηκαν, ωστόσο, και συγκεκριμένα έργα, που τότε θεωρούνταν κοινού ενδιαφέροντος: επέκταση του αυτοκινητόδρομου Ε-5 στην Ελλάδα, βελτίωση των σιδηροδρομικών δικτύων και μετάβαση σε ηλεκτροκίνηση στις μεθοριακές περιοχές, διασύνδεση του ηλεκτρικού δικτύου των δύο χωρών, προώθηση αγωγών φυσικού αερίου και διαχείριση LNG. (Εδώ να σημειωθεί ο κυριαρχικός τότε ρόλος του Σαρίκ Ταρά της ΕΝΚΑ στην Τουρκία, αλλά και το «ποντάρισμα» Οζάλ στον κατασκευαστικό τομέα). Ξαναδιαβάζοντας με σχεδόν 25 χρόνια απόσταση, αναλογίζεται κανείς πόσο μπροστά ήταν η συζήτηση – ακόμα και για σήμερα.

Η πρώτη εμφάνιση καθυστερήσεων και προβλημάτων

Ωστόσο, λίγο μετά τη σύνοδο των Επιχειρηματικών Συμβουλίων στο πλαίσιο της επίσκεψης Μεσούτ Γιλμάζ στην Αθήνα (το Μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ υπογράφηκε στις 27 Μαΐου 1988/«Συνάντηση της Βουλιαγμένης»), υπήρξε συνάντηση Θεόδωρου Παπαλεξόπουλου-Μεσούτ Γιλμάζ (με παρουσία και του Τούρκου Πρέσβη Ακιμάν). Το σχετικό απολογιστικό σημείωμα αναφέρει ότι «ο Τούρκος ΥΠΕΞ θέλησε να εξακριβώσει τον βαθμό και τις προοπτικές προόδου στις επιχειρηματικές επαφές που προωθούνταν». Ο Θ. Παπαλεξόπουλος, τότε, ενώ δήλωσε αισιόδοξος για τις προοπτικές του επιχειρηματικού διαλόγου («γιατί υπάρχουν τεράστια περιθώρια βελτίωσης, προς αμοιβαίο όφελος»),  ωστόσο επισήμανε ότι υπήρχε βραδύς ρυθμός και «δεν είναι πιθανόν να οδηγήσουν [οι συζητήσεις] μακριά αν δεν σημειωθεί παράλληλα πρόοδος και στα πολιτικά θέματα».

Προσέξτε, τώρα: ο Μ. Γιλμάζ παρατηρεί ότι είχε γίνει δεκτό να συζητηθεί και «το Αιγαίο». ο  Θ. Παπαλεξόπουλος απαντά ότι δεν θα ήταν δυνατόν να παραλειφθεί το Κυπριακό. Αντιδρά ο Μ. Γιλμάζ, λέγοντας ότι δεν θα ήθελε «να δηλητηριάσει το πνεύμα του Νταβός», οπότε το Κυπριακό (που δεν είχε τεθεί τότε ως όρος) «δεν ήταν δυνατόν να τεθεί εκ των υστέρων».

Μάλιστα προσέθεσε ότι ο Γ.Γ. του ΟΗΕ ετοιμαζόταν, την εποχή εκείνη, να αναλάβει χωριστή πρωτοβουλία. Τότε ο Θ. Παπαλεξόπουλος εξήγησε ότι δεν προσερχόταν ως «αρμόδιος ή ειδικός για τα πολιτικά θέματα», απλώς επιχειρούσε να διερμηνεύσει τον προβληματισμό και τις ανησυχίες του επιχειρηματικού κόσμου. Όταν, δε, ο Μεσούτ Γιλμάζ ευθέως επανέλαβε την ερώτηση «αν είναι πιθανόν να προαχθεί ουσιαστικά η ελληνοτουρκική επιχειρηματική συνεργασία», η απάντηση Θ. Παπαλεξόπουλου ήταν όχι (κατηγορηματικά) χωρίς παράλληλη βελτίωση του πολιτικού κλίματος.

Εκ των υστέρων, ο πρέσβης Ναζμί Ακιμάν σχολίασε (προς Παπαλεξόπουλο) ότι «και από άλλες ελληνικές πηγές» άκουγαν αντίστοιχα πράγματα.

ΟΤΑΝ Ο ΜΕΣΟΥΤ ΓΙΛΜΑΖ ΕΥΘΕΩΣ ΕΠΑΝΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ «ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΝ ΝΑ ΠΡΟΑΧΘΕΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ», Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ Θ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ ΗΤΑΝ ΟΧΙ (ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ) ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ.

Η επόμενη φάση: Συγκλίσεις και διαφωνίες

Αξίζει πάντως να αναφερθούμε στα επόμενα στάδια, που έδειξαν να οδηγούν σε μια πιο παγιωμένη αναζήτηση.

Καλοκαίρι του 1988, και εν όψει της θεσμικότερης πλέον λειτουργίας των Ελληνοτουρκικών Επιχειρηματικών Συμβουλίων, ο Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος στέλνει σε όλους τους Έλληνες συμμετέχοντες έναν συγκεντρωτικό πίνακα, στον οποίο επισημαίνονταν –για κάθε τομέα δράσης: κατασκευαστικά, εμπόριο/μεταφορές, βιομηχανία (με υποκατηγορίες τρόφιμα-ποτά, φαρμακευτικά, ηλεκτρονικά), τουρισμό– ποιες δράσεις θα απαιτούσαν περαιτέρω προετοιμασίες των επιχειρηματιών, ποιες των αρχών της Ελλάδας, ποιες των αρχών της Τουρκίας, όλα αυτά ενόψει της επόμενης συνάντησης των Συμβουλίων, στην Κωνσταντινούπολη.

Δεν είναι σαφές ότι υπήρξε ουσιώδης ανταπόκριση στην προσπάθεια εκείνη για ορθολογικότερη οργάνωση της επόμενης φάσης, πάντως η συνάντηση (5-7 Οκτωβρίου 1988) στην Κωνσταντινούπολη έγινε με ιδιαίτερη προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να «υπερβάλει σε οργάνωση και σε περιποιήσεις» εκείνη των Αθηνών (του Απριλίου 1988). Η αίσθηση, επί της ουσίας, ήταν ότι η τουρκική πλευρά ήταν «η επισπεύδουσα από πλευράς οικονομίας», ενώ οι Έλληνες επιχειρηματίες «έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στα γενικότερα και στα εθνικά θέματα, χωρίς να εμπλακούν σε πολιτική συζήτηση». Θετικές υπήρξαν οι εν τω μεταξύ εξελίξεις «με πρώτη κλαδική συμφωνία [συνεργασίας] στον τομέα της ναυτιλίας».

Πάντως, από  την ουσία των συναντήσεων, σε ένα πεδίο καταγράφηκε ευρύτερη συναίνεση, ενώ σε ένα άλλο σημαντική διαφωνία. Το πρώτο αφορούσε τις γραφειοκρατικές και λοιπές διαδικασίες «που παρακωλύουν την οικονομική συνεργασία». Οι Τούρκοι συμμετέχοντες έθεσαν το ζήτημα της βίζας που απαιτείτο για την είσοδο Τούρκων στην Ελλάδα. οι Έλληνες έφεραν την παράλληλη απαίτηση φορολογίας/τέλους κατά την έξοδο (των ίδιων) των Τούρκων από την Τουρκία. Πλην όμως η δεύτερη αυτή επιβάρυνση –εξηγήθηκε– αφορούσε όλους τους εξερχόμενους από την πατρίδα τους Τούρκους, όπου κι αν πήγαιναν, ενώ η ελληνική βίζα στόχευε ειδικά τους Τούρκους. Κατάληξη της συζήτησης: διατυπώθηκε πρόταση/σύσταση για χορήγηση βίζας για πολλαπλά ταξίδια, για επαγγελματικούς σκοπούς.

Το πεδίο διαφωνίας, πάντως, ήταν πολύ βαρύτερο: τα εισαγόμενα στην Ελλάδα από Τουρκία αγαθά, την εποχή εκείνη, επιβαρύνονταν –πέραν των δασμών, τελών  χαρτοσήμων κ.ο.κ.– με μια ειδική εισφορά, ονομαζόμενη «housing fund surcharge». Αυτή η επιβάρυνση σε πολλές περιπτώσεις υπερέβαινε την υπόλοιπη δασμολογική κ.ο.κ. προστασία − όπου θα σημειωνόταν μείωση των σχετικών δασμών (λόγω ΕΟΚ), είχε μεθοδευθεί αύξηση του HFS που υπερκάλυπτε την ελάφρυνση! Η τουρκική πλευρά ισχυρίστηκε ότι αυτή η στοχευμένη επιβάρυνση αφορούσε τα αγαθά πολυτελείας ή/και τα μη εγχωρίως παραγόμενα, η ελληνική αντιπαρατήρησε ότι αποτελούσε συνειδητή διάκριση. Η συζήτηση έμεινε επ’ αυτού αδιέξοδη – ωστόσο τα στοιχεία για τις ελληνικές εξαγωγές προς Τουρκία (α’ 7μήνου του 1988) έδειχναν μείωση κατά 10%, ενώ οι εισαγωγές από Τουρκία είχαν αύξηση 150%…

ΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1989, ΕΝΩ Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ, ΚΑΘΩΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΟΜΑΔΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΑΝΕΡΟ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΕΠΕΛΘΕΙ ΕΝΑ ΣΥΝΟΛΙΚΟ «ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ» ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Το «φρενάρισμα» της διαδικασίας

Τα επίσημα διατυπωμένα συμπεράσματα της συνάντησης της Κωνσταντινούπολης αποτύπωναν με διπλωματική γλώσσα αυτές τις ανησυχίες, μαζί με επιμέρους αναφορές σε πρόθεση συνεργασιών, π.χ. για δυνατότητες επισκευών τουρκικών πλοίων στον Πειραιά, καθώς και με αιτήματα για κοινή τουριστική πολιτική/συνεργασία των αεροπορικών εταιρειών και για κοινά τουριστικά πακέτα.

Μετά τη συνέχιση των επαφών των δύο Επιχειρηματικών Συμβουλίων, επόμενος σταθμός καταγραφής είναι η συνάντηση 25-26 Νοεμβρίου 1989, στην Αθήνα. (Να σημειωθεί ότι ήδη έχει μεσολαβήσει η πτώση της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου και το μεσοδιάστημα της κυβέρνησης Τζαννετάκη. Βρισκόμαστε στις ημέρες της κυβέρνησης Ζολώτα, η οποία διάκειται μεν ευμενώς προς τη συνέχιση των επαφών των Επιχειρηματικών Συμβουλίων, αλλά χωρίς διάθεση/δυνατότητα πολιτικής πρωτοβουλίας. Στην Τουρκία, ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου, ο Τουργκούτ Οζάλ έχει μετακινηθεί προς την Προεδρία, καθώς το κόμμα του χάνει σε επιρροή). Στη συνάντηση αυτή, γίνεται μια κάπως πανηγυρική διακήρυξη, ότι «θα υποβάλλονται εφεξής από κοινού οι απόψεις και προτάσεις προς τις δύο κυβερνήσεις, με στόχο την επίτευξη αποφασιστικών ενεργειών». Ακολουθεί, δε, μια σιβυλλική διατύπωση: ότι «στο εξής δεν θα πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις ή μέτρα ή να γίνονται ενέργειες ή δηλώσεις, που θα ήταν δυνατόν με καλή πίστη να ερμηνευθούν ότι μπορεί να οδηγήσουν σε επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών». Μάλιστα ακολουθεί μια ακόμα πιο έντονη/πολιτική διατύπωση: «Στο εξής επιδίωξη θα πρέπει να είναι η επιδίωξη βελτιώσεων και μόνο βελτιώσεων. Οι δύο κυβερνήσεις θα πρέπει να αναλάβουν την αμοιβαία υποχρέωση να μην αποδέχονται, ούτε να επιτρέπουν επιδείνωση των σχέσεων για οποιαδήποτε αιτία και σε οποιοδήποτε τομέα».

Μερική επεξήγηση δίνεται στη συνέχεια, όπου γίνεται αναφορά στο πλαίσιο των σχέσεων με ΕΟΚ όπου «τόσο το γράμμα, όσο και το πνεύμα των υφιστάμενων συμφωνιών πρέπει να γίνεται σεβαστό». Αλλά υπάρχει και αναφορά στην ανάγκη ότι «απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια και σταθερότητα [ώστε] η βελτίωση των σχέσεων να αντιμετωπίζεται όχι με μεμονωμένα μέτρα, αλλά κατά τρόπο συνολικό και ισορροπημένο».

Ενώ, λοιπόν, η τεχνική οργάνωση των συναντήσεων έχει προχωρήσει, καθώς υπάρχουν πορίσματα επιμέρους ομάδων εργασίας –νομικών υπηρεσιών, κατασκευαστικών, ναυτιλίας/μεταφορών, τραπεζικών εργασιών, εμπορίου, ασφαλιστικών εργασιών – με προσπάθεια να αναδειχθούν επιμέρους προβλήματα/ή και να προτείνονται πρακτικές λύσεις υπέρβασής τους, γίνεται φανερό ότι έχει επέλθει ένα συνολικό «φρενάρισμα» στη διαδικασία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όταν τα όρια φανερώνονται

Οπότε, όταν πραγματοποιείται η επόμενη Ολομέλεια των Επιχειρηματικών Συμβουλίων στη Σμύρνη (19-20 Μαΐου 1990), με μόλις ορκισμένη την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Ελλάδα, η τάση είναι για γενικότερες διατυπώσεις και τοποθετήσεις – όσο κι αν οι επιμέρους ομάδες εργασίας προσπαθούν ακόμη να συνεχίσουν την ενασχόληση με το συγκεκριμένο. Έτσι, βλέπουμε αναφορές στις «εξελίξεις στη διεθνή οικονομία, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση», αλλά και μια ολωσδιόλου πολιτική έκκληση: «κοινό ήταν το αίσθημα για τη σημασία της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας […] προϋπόθεση για μια μόνιμη και ισχυρή συνεργασία σε μια αλληλεξαρτώμενη παγκόσμια οικονομία». Δεν ξαφνιάζει, συνεπώς, το ότι οι όποιες συγκεκριμένες αναφορές αποτελούν είτε επανάληψη μοτίβων από προηγούμενες συνόδους –επιμονή στον τουρισμό, με έμφαση στη μόλυνση του περιβάλλοντος∙ επαναφορά του ζητήματος της βίζας και του τέλους Ταμείου Στέγασης στα ταξίδια Τούρκων προς Ελλάδα∙ αναφορές στη συμπληρωματικότητα της ναυτιλίας∙ αναζήτηση κοινών διεξόδων για τις κατασκευαστικές στη Μέση Ανατολή– είτε πάλι ενδιαφέρουσες, πλην σημειακές, αναφορές νέων πεδίων συνεργασίας – ανταλλαγή πληροφοριών για τα Χρηματιστήρια Αθηνών/Κωνσταντινούπολης «για καλύτερη αξιοποίηση αμοιβαίων κεφαλαίων»∙ μελέτη για πτήσεις charter μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης «με βάση οικονομικά σκόπιμα δρομολόγια»∙ ανακίνηση θέματος αποφυγής διπλής φορολογίας ή/και παροχής εγγυήσεων για επενδύσεις.

Χαρακτηριστικά, για πρώτη φορά γίνεται –σχεδόν ως κατακλείδα– αναφορά στη σκοπιμότητα επέκτασης πρωτοβουλιών και στις πολιτιστικές ανταλλαγές (αποκατάσταση του μετοχίου της Μονής Σινά στην Πόλη και του τζαμιού Χασάν Μπαμπά στη Θεσσαλία…) .

Ενώ λοιπόν η διαδικασία εκείνη της Ελληνοτουρκικής προσέγγισης θα συνεχιστεί –πάντως μέχρι τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ντεμιρέλ στο «Νταβός -2», το 1992– γίνονται ήδη φανερά τα όρια της ίδιας της λογικής της προσέγγισης με μικρά βήματα και υπόβαθρο επιχειρηματικής συνεργασίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ