Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ: Η ΠΛΗΘΩΡΙΣΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΚΑΙ Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Λιανικό εμπόριο και καταναλωτική δαπάνη: η πληθωριστική κλιμάκωση και η ιδιαίτερη περίπτωση των τροφίμων
Η σύνδεση της καταναλωτικής δαπάνης που κατευθύνεται στις αγορές τροφίμων και του πληθωρισμού τροφίμων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατανόηση των ευρύτερων μεταλλαγών που καταγράφονται στην καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών την τελευταία 15ετία.

Ιστορικά, η κατανάλωση, ως διακριτό φαινόμενο των «κοινωνιών της αγοράς», συμπυκνώνει ένα συμβιωτικό σύμπλεγμα πολλαπλών παραγόντων: οικονομικών, κοινωνικών, ψυχολογικών, γεωγραφικών, πολιτιστικών κ.ά. Στη βάση αυτή, η μελέτη της είναι ένα διεπιστημονικό εγχείρημα, το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Η μελέτη της κατανάλωσης μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τους μετασχηματισμούς που καταγράφονται σε μια οικονομία, μετασχηματισμοί οι οποίοι εκτείνονται από τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις μέχρι και την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις κοινωνικές ανισότητες. 

Πολυκρίσεις και καταναλωτικά πρότυπα 

Η πανδημία της COVID-19, και η «πολυκρίση», κατά Adam Tooze, που αυτή πυροδότησε, επιτάχυνε μια σειρά μεταλλαγών στα καταναλωτικά πρότυπα, με τις ηλεκτρονικές αγορές να αποτελούν μια αναδυόμενη (και πλέον εξαιρετικά ισχυρή) καταναλωτική τάση. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στις πολύ μικρές («micro») και μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες παραδοσιακά στηρίζονταν στην προσωπική, άμεση και υψηλού επιπέδου εξυπηρέτηση των πελατών, με πλήθος διευκολύνσεων και παροχών. Η υγειονομική κρίση και ο εγκλεισμός/οι περιορισμοί στη μετακίνηση διέλυσαν ουσιαστικά το «συγκριτικό πλεονέκτημα» της άμεσης επαφής και υπογράμμισαν την αξία των ηλεκτρονικών συναλλαγών, συμβάλλοντας στη γενικότερη ζύμωση των καταναλωτικών προτύπων.

Παράλληλα, η ενεργειακή κρίση και η υψηλότερη, μετά το 1974, πληθωριστική κλιμάκωση αποδυνάμωσαν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και ανέδειξαν τη σημασία των βιώσιμων καταναλωτικών προτύπων (sustainable consumer behavior). Στη βάση των μεταλλαγών αυτών, το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ (ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ) επιχειρεί, την τελευταία διετία, να χαρτογραφήσει και να εισφέρει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο των «καταναλωτικών μετασχηματισμών» στην ελληνική οικονομία. Υπό αυτό το πρίσμα, πέρα από το γεγονός ότι η μελέτη της κατανάλωσης αποτελεί πια ένα διακριτό μέρος στις Ετήσιες Εκθέσεις Ελληνικού Εμπορίου, το ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ πραγματοποίησε μια σειρά επιτόπιων (πρωτογενών) ερευνών στο σύνολο της Αττικής, προκειμένου να σκιαγραφήσει τις χωρικές διαφοροποιήσεις στο επίπεδο κατανάλωσης, όπως αυτές ενεργοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια.      

ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΔΑΠΑΝΗ, ΕΠΗΡΕΑΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ.

Η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης την τελευταία 15ετία

Βέβαια, στο παρόν κείμενο δεν θα προχωρήσουμε σε μια συνολική αποτίμηση του φαινομένου της κατανάλωσης στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, αλλά ούτε και θα σχολιάσουμε τα χωρικά ευρήματα για τα οποία έγινε παραπάνω λόγος. Θα επιχειρήσουμε όμως να παρουσιάσουμε τις διαχρονικές διακυμάνσεις της καταναλωτικής δαπάνης (που αποτελεί ένα μετρήσιμο μέγεθος), για την οποία διαθέτουμε δεδομένα από τους ετήσιους οικογενειακούς προϋπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, συνδέοντάς τες με το φαινόμενο της πληθωριστικής κλιμάκωσης που καταγράφεται την τελευταία τριετία. 

Είναι επίσης γεγονός πως ο πληθωρισμός, πέρα από το να αναδιανέμει το εισόδημα, επηρεάζει την καταναλωτική δαπάνη και, ως εκ τούτου, τα έσοδα των επιχειρήσεων. Άλλωστε, όπως, δείχνουν και πρόσφατες ερευνητικές εργασίες, οι προσδοκίες αναφορικά με τον πληθωρισμό επιδρούν στις αποφάσεις των νοικοκυριών αναφορικά με την καταναλωτική τους δαπάνη, επηρεάζοντας τις επιδόσεις και τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων. Έτσι, η σύνδεση της καταναλωτικής δαπάνης που κατευθύνεται στις αγορές τροφίμων και του πληθωρισμού τροφίμων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατανόηση των ευρύτερων μεταλλαγών που καταγράφονται στην καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών την τελευταία 15ετία. 

Καταρχήν, ένα βασικό εύρημα που προκύπτει από τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ είναι η διαχρονική συρρίκνωση της (ονομαστικής) καταναλωτικής δαπάνης. Είναι δηλωτικό πως σε όλη τη διάρκεια των «επάλληλων κρίσεων» (2008-2022) η μηνιαία καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών παρουσιάζει μείωση της τάξης του 24,4%. Σε απόλυτα μεγέθη, ο μέσος όρος της μηνιαίας δαπάνης συρρικνώθηκε από 2.117,67 ευρώ το 2008 σε 1.331,83 ευρώ το 2020 πριν ανακάμψει σε 1.600,34 ευρώ το 2022. Η εξέλιξη αυτή είχε αρνητικό αντίκτυπο στο επίπεδο ζωής, συνέβαλε στη διόγκωση της μετανάστευσης προς το εξωτερικό («brain-drain»), ενώ ανέτρεψε άρδην σχεδιασμούς και προσδοκίες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χωρική/περιφερειακή διάρθρωση της κατανάλωσης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως για το 2022, αν εξαιρεθούν οι περιφέρειες της Αττικής και του Νοτίου Αιγαίου, σε όλες τις εναπομείνασες 11 ο μέσος όρος καταναλωτικής δαπάνης υπολείπεται του εθνικού μέσου όρου. Το εύρημα αυτό συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης αξιοσημείωτων έως πολύ σημαντικών χωρικών διαφορών στην κατανάλωση, δηλαδή εντοπίζονται κρίσιμες ανισότητες στη χωρική της κατανομή. Βέβαια, το εύρημα αυτό σχετίζεται με την επίσης μη ισόρροπη συγκέντρωση του πληθυσμού και της οικονομικής δραστηριότητας, τα έσοδα από τον τουρισμό κ.ά.

Τα στοιχεία για τα είδη διατροφής 

Προφανώς, η εν λόγω μείωση της κατανάλωσης αυτής είναι απότοκο πολλαπλών παραγόντων. Ο κυριότερος μεταξύ αυτών είναι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, όπως καταγράφηκε σε όλη τη διάρκεια της περιόδου της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής. Ειδικότερα, η μείωση των μισθών και των συντάξεων, η συρρίκνωση του κατώτατου μισθού και η θεσμοθέτηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους εργαζόμενους, η κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων-Πάσχα για τους δημοσίους υπαλλήλους, η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης και η μείωση των κερδών των επιχειρηματιών και των ελευθέρων επαγγελματιών συνδέθηκαν με τη συμπίεση της αγοραστικής δύναμης, η οποία τελικά προκάλεσε την απομείωση της καταναλωτικής δαπάνης. Μάλιστα, αυτή η συμπίεση φαίνεται πως κατέληξε σε μια μεταλλαγή της τυπολογίας της ίδιας της καταναλωτικής δαπάνης. Ένα βασικό στοιχείο αυτής της μεταλλαγής είναι η αναδιάρθρωση της σύνθεσης και του όγκου της καταναλωτικής δαπάνης. 

Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, η διαχρονική μείωση της καταναλωτικής δαπάνης συνδέεται με την παράλληλη (σημαντική) αύξηση της συμμετοχής των ειδών διατροφής στη συνολική δαπάνη των νοικοκυριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 2008 το ποσοστό της δαπάνης για τα είδη διατροφής ως προς τη συνολική δαπάνη των νοικοκυριών ανέρχεται στο 16,4%, μετά από μια δεκαετία (2018) γνωρίζει άνοδο της τάξης του 3,7%. Μάλιστα, η αυξητική τάση της καταναλωτικής δαπάνης για είδη διατροφής συνεχίζεται περαιτέρω κατά τα δύο έτη της πανδημίας της COVID-19, καθώς το ποσοστό της φθάνει στο 23,1% της καταναλωτικής δαπάνης το 2020 και σχεδόν στο 22% το 2021. Τέλος, το 2022, η δαπάνη για είδη διατροφής προσεγγίζει το 21% της συνολικής μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών. 

Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι σταθερά, μετά το 2018, περισσότερα από 1 στα 5 ευρώ που δαπανούν τα νοικοκυριά κατευθύνεται στην αγορά ειδών διατροφής. Το συγκεκριμένο πραγματολογικό δεδομένο μάς οδηγεί σε δύο βασικές υποθέσεις εργασίας. Η πρώτη αφορά στη μεγέθυνση των σούπερ μάρκετ, τα οποία καθ’ όλη τη διάρκεια των «επάλληλων κρίσεων», αυξάνουν (σημαντικά) τόσο τον όγκο των πωλήσεών τους όσο και την κερδοφορία τους, και η δεύτερη σχετίζεται με την όξυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, καθώς τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος δαπανούν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε αγορές τροφίμων. Άλλωστε, η σχέση μεταξύ εισοδήματος και δαπάνης για τρόφιμα είναι ισχυρή και συνεπής τόσο διαχρονικά όσο και γεωγραφικά. Έτσι, σύμφωνα με τον γνωστό νόμο του Engel, όσο χαμηλότερο είναι το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερη είναι (αναλογικά) η δαπάνη για την αγορά τροφίμων. Στη βάση αυτή, οποιαδήποτε απώλεια πραγματικού εισοδήματος αναμένεται να αυξήσει τη βαρύτητα των τροφίμων στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών.   

Αναμφίβολα επομένως, η διττή αυτή εξέλιξη συνδέεται αφενός με τον κλαδικό δυισμό στο οικοσύστημα του εμπορίου, δηλαδή τις διαφορετικές ταχύτητες των επιχειρήσεων τρόφιμου και μη τρόφιμου, και αφετέρου με τον δυισμό μεγέθους, δηλαδή με την όξυνση του «χάσματος» μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων, ακόμα και ενδοκλαδικά. Μάλιστα, η σημαντική κλιμάκωση των τιμών στα τρόφιμα, με τον πληθωρισμό να προσεγγίζει το 8,9% την περίοδο Δεκέμβριος 2022 – Δεκέμβριος 2023, αναμένεται να οξύνει έτι περαιτέρω τη διπλή αυτή εξέλιξη. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα για τον πληθωρισμό, σε συγκεκριμένα προϊόντα οι αυξήσεις των τιμών είναι ιδιαίτερα υψηλές: βλ. ενδεικτικά, ελαιόλαδο (58,5%), φρούτα (15%) και λαχανικά (14%). Οι αυξήσεις των τιμών σε αυτές τις κατηγορίες προϊόντων, για τις οποίες μάλιστα καταγράφεται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (σε τρέχουσες τιμές), αναμένεται να συμπιέσουν ακόμα περισσότερο το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, και εντέλει τις πωλήσεις των επιχειρήσεων που κινούνται εκτός του ευρύτερου οικοσυστήματος του τρόφιμου. 

ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ, Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ (ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ) ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ. ΜΕΤΑ ΤΟ 2018, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ 1 ΣΤΑ 5 ΕΥΡΩ ΠΟΥ ΔΑΠΑΝΟΥΝ ΤΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ.

Πώς αποκλιμακώνεται ο πληθωρισμός; 

Οι εκτιμήσεις αναφορικά με την εξέλιξη του πληθωρισμού είναι ιδιαίτερα θολές, στοιχείο το οποίο αντανακλάται στη διστακτικότητα της νομισματικής πολιτικής να προχωρήσει σε μείωση των ιδιαίτερα υψηλών επιτοκίων. Οι αναταραχές στη Μέση Ανατολή, οι εμπορικοί περιορισμοί, τα εμπόδια στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα, οι γεωοικονομικοί κατακερματισμοί και οι ενδημικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης υποδεικνύουν μια σειρά προκλήσεων που αναμένεται να τροφοδοτήσουν αρνητικά τις πληθωριστικές προσδοκίες. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να καταστεί σαφές πως, ακόμη και όταν επιτευχθεί ο μεσοπρόθεσμος στόχος της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό (κοντά στο 2%), το επίπεδο το τιμών θα παραμένει πολύ υψηλό. Αυτό που θα αλλάξει είναι ο ρυθμός μεταβολής, δηλαδή η ταχύτητα αύξησης των μισθών θα επιβραδυνθεί, αλλά θα συνεχίσει να κινείται ανοδικά.

Σε κάθε περίπτωση, για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, αυτό που απαιτείται είναι η ουσιαστική λειτουργία των θεσμών (βλ. επιτροπή ανταγωνισμού) και η καταπολέμηση του «πληθωρισμού απληστίας» (greedflation) με τον περιορισμό των υπερβολικών κερδών συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνεται και η αντιμετώπιση αθέμιτων πρακτικών από ολιγοπωλιακής νοοτροπίας μεσάζοντες, οι οποίοι και χειραγωγούν τις τιμές, δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής κάθε αγοράς, και κυρίως κάθε ελεγκτικού μηχανισμού. Μικρότερος πληθωρισμός συνεπάγεται υψηλότερο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, δηλαδή υψηλότερη κατανάλωση, η οποία θα διαχέεται περισσότερο ισόρροπα στο σύνολο της αγοράς.

* Στην Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2023 του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, forthcoming 26 Φεβρουαρίου 2024, θα υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης σε εκτενέστερα δεδομένα και ευρήματα.

*Ο Χαράλαμπος Αράχωβας είναι oικονομολόγος (Ph.D.), συντονιστής Τμήματος Οικονομικής Ανάλυσης ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ. Ο Μανόλης Μανιούδης, είναι οικονομικός αναλυτής (PhD & Postdoc), συντονιστής Τμήματος Οικονομικής Ανάπτυξης ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ