Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ «ΑΣΘΕΝΗΣ» ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΕ
- 18.11.24 11:16
Βρυξέλλες, 15 Νοεμβρίου 2024.
Εφέτος, συμπληρώνονται 25 χρόνια από τότε που ο Economist διερωτήθηκε, έν έτει 1999, αν η Γερμανία είναι ο «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης». Η τοποθέτηση του βρετανικού περιοδικού είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση. Η γερμανική οικονομία συμπλήρωνε τότε μία δεκαετία από την επανένωση της χώρας μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ταλαιπωρούμενη ακόμη από τους πόνους εκείνου του «γεωπολιτικού τοκετού». Η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων υπό τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ υιοθέτησε, λίγο αργότερα, τις περίφημες «μεταρρυθμίσεις Χαρτς», οι οποίες οδήγησαν σε μείωση των επιδομάτων ανεργίας και σε ευρύτερες αλλαγές στην αγορά εργασίας που άνοιξαν τον δρόμο σε μία 20ετία οικονομικής επιτυχίας για τη Γερμανία: χαμηλή ανεργία, αύξηση των εξαγωγών, συνετή δημοσιονομική πολιτική και γενικότερη – άκοπη, θα μπορούσε να πει κανείς – εκμετάλλευση από τη διάδοχο του Σρέντερ, την ηγέτιδα των Χριστιανοδημοκρατών Άνγκελα Μέρκελ των καρπών της παγκοσμιοποίησης.
Όπως όλα τα «πολιτικο-οικονομικά παραμύθια» όμως, είχε και αυτό το τέλος του. Έπειτα από τέσσερις συναπτές θητείες στην Καγκελαρία, η Μέρκελ αποχώρησε πριν από την καταιγίδα, η οποία επήλθε σε δύο φάσεις. Αρχικά, ήταν η πανδημία της Covid-19 που έπληξε το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Σχεδόν αμέσως μετά όμως, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, έπληξε τη γερμανική οικονομία στον πυρήνα της και σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση της Κίνας εξέθεσε όλες τις υφέρπουσες αδυναμίες της ανέμελης 20ετίας που είχε προηγηθεί. Στα τέλη του περασμένου Μαρτίου, σε ανάλυσή του, το Ευρωπαϊκό Τμήμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών για την κατάσταση της οικονομίας της αποκαλούμενης «ατμομηχανής της Ευρώπης». Όπως έγραφε, «η Γερμανία αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες. Ήταν η μόνη από τις οικονομίες της Ομάδας των Επτά (G7) που συρρικνώθηκε πέρυσι και αναμένεται να είναι η χαμηλότερα αναπτυσσόμενη μεταξύ των χωρών αυτών ξανά εφέτος (σσ. το 2024)».
ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΣΤΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ
Με φόντο την απειλητική για την οικονομία της Γερμανίας επανεκλογή του Τραμπ, ο υπουργός Οικονομικών…
Τι ακριβώς συμβαίνει; Πρόκειται για μία παροδική κρίση ή για κάτι βαθύτερο; Είναι ξεκάθαρο ότι η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά δομικά προβλήματα. Αυτό όμως που καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο ανησυχητική και απασχολεί σοβαρότατα όλους τους λήπτες αποφάσεων στις Βρυξέλλες αυτή την εποχή είναι το γεγονός ότι σε περίπου τρεις μήνες από σήμερα, οι Γερμανοί αναμένεται να προσέλθουν στις κάλπες σε πρόωρες εκλογές, έπειτα από την κατάρρευση του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατικών (SPD), Πρασίνων και Ελευθέρων Δημοκρατών (FDP). Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς υποχρεώθηκε να… απολύσει τον υπουργό Οικονομικών και ηγέτη του FDP Κρίστιαν Λίντνερ, καθώς οι διαφορές των δύο ανδρών στην κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2025 κατέστησαν ανυπέρβλητες. Πλέον, η Γερμανία οδεύει στις κάλπες της 23ης Φεβρουαρίου μέσα σε πολιτική ομίχλη και με τον προϋπολογισμό στον «αέρα».
Οι συνέπειες αυτής της επιλογής είναι ξεκάθαρες. Ακριβώς την περίοδο που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Ντόναλντ Τραμπ θα αναλαμβάνει επισήμως την Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, ουσιαστικά ανεξέλεγκτος καθώς οι Ρεπουμπλικανοί θα ελέγχουν τόσο τη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και τη Γερουσία, η Γερμανία θα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και με άγνωστη την έκβαση των μετεκλογικών συνεργασιών σε ένα απολύτως κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό, με την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) δεύτερη στις δημοσκοπήσεις έπειτα από τις επιτυχίες της σειρά τοπικών εκλογών σε ομόσπονδα κρατίδια (Θουριγγία, Σαξονία, Βραδεμβούργο) και το εθνικιστικό-σοσιαλιστικό υβρίδιο της «Συμμαχίας Σάρα Βάγκενεχτ» (BSW) να διεμβολίζει τους Σοσιαλδημοκράτες, πιέζοντάς τους στο ευαίσθητο σημείο τους: τις σχέσεις με τη Ρωσία και τον τερματισμό του πολέμου.
Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Φρίντριχ Μερτς προηγούνται σε όλες τις δημοσκοπήσεις αλλά ο σχηματισμός κυβέρνησης μπορεί να απαιτήσει πολύμηνες διαπραγματεύσεις, καθώς η σύνθεσή του μπορεί να αποδειχθεί γρίφος. Θα μπορέσει το CDU να συνεργαστεί με το SPD, ίσως και με τους Πρασίνους; Θα μείνουν στο παιχνίδι οι Ελεύθεροι Δημοκράτες του Λίντνερ; Θα αντέξει ο Σολτς ή το κόμμα του θα τον… θυσιάσει για κάποιον δημοφιλέστερο υποψήφιο καγκελάριο; Ήδη, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους είναι πολύ δημοφιλέστερος του Σολτς και ίσως είχε και ελπίδες απέναντι στον Μέρτς.
Η γερμανική ακυβερνησία (σε συνδυασμό με τα γαλλικά αδιέξοδα) απειλεί να καθηλώσει την ΕΕ, που ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με την επιβολή υψηλών εμπορικών δασμών από τον Τραμπ και με την ανάγκη να διαχειριστεί μία «νέα τάξη πραγμάτων» στο Ουκρανικό, αν η Ουάσιγκτον επιδιώξει να τερματίσει τον πόλεμο ερχόμενη σε κάποιου είδους συμβιβασμό με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ευρωπαίοι διπλωμάτες παραδέχονται σε ιδιωτικές συνομιλίες ότι η κυβέρνηση Σολτς μπορεί να ανέλαβε υψηλό κόστος στο Ουκρανικό, αλλά η αναποφασιστικότητά της υπήρξε παροιμιώδης – το ίδιο δε και η τάση της να κινείται μονομερώς σε θέματα όπως η επαναφορά εσωτερικών συνοριακών ελέγχων εντός της Ζώνης Σένγκεν ή η απόφασή της να αντιταχθεί στην επιβολή δασμών στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Και μπορεί ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία η «κληρονομιά της ακινησίας» της Άνγκελα Μέρκελ να δέχεται σφοδρά πυρά, αλλά όταν η γερμανική οικονομία ασθενεί, συμπαρασύρει την ευρωζώνη και όλη την ΕΕ.
Είναι εμφανές όμως ότι το γερμανικό οικονομικό μοντέλο των προηγούμενων 20-25 ετών δεν μπορεί να επιβιώσει. Η φθηνή ενέργεια, η οποία βασιζόταν στο ρωσικό φυσικό αέριο, δεν υπάρχει πλέον. Αυτό αυξάνει το οικονομικό κόστος σε τομείς-σύμβολα της γερμανικής βιομηχανίας, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία (με την κρίση της Volkswagen να αποτελεί την κορωνίδα του προβλήματος) και τα χημικά. Την ίδια στιγμή, η Κίνα δεν είναι πλέον ο «παράδεισος των γερμανικών εξαγωγών». Οι κινέζοι καταναλωτές προτιμούν πλέον φθηνά ηλεκτρικά αυτοκίνητα «made in China», όχι Mercedes και BMW, ενώ η μεγάλη ασιατική χώρα κυριαρχεί στην παραγωγή μπαταριών, ελέγχει τον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών και τις αλυσίδες τροφοδοσίας. Όλοι οι αναλυτές συγκλίνουν ότι έχει έρθει η στιγμή για την κατάργηση ή έστω την αναθεώρηση του «φρένου χρέους» ώστε η Γερμανία να προχωρήσει στις απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις σε τομείς στους οποίους παραμένει ουραγός, όπως η ψηφιοποίηση.
Το τελευταίο σημείο που σφόδρα ανησυχεί τους Γερμανούς είναι η πιθανότητα απόσυρσης της ασφάλειας που παρέχει η αμερικανική αμυντική ομπρέλα στην Ευρώπη. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες του Προέδρου Τραμπ αποφασίσουν να κλείσουν γρήγορα το Ουκρανικό και να μειώσουν τη στρατιωτική παρουσία τους στην Ευρώπη, οι συζητήσεις που σήμερα διεξάγονται σε επίπεδο Βρυξελλών για ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας θα περάσουν σε άλλο, πολύ πιο επείγον, επίπεδο. Το πρόβλημα δεν θα περιορίζεται πλέον στον τρόπο που θα καλυφθούν οι αμυντικές δαπάνες στον επόμενο γερμανικό προϋπολογισμό, αλλά πως οι Ευρωπαίοι και δη οι Γερμανοί θα χρηματοδοτήσουν την άμυνά τους. Τα διλήμματα δεν θα είναι πια απλώς γερμανικά. Θα είναι πανευρωπαϊκά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.