ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ: ΠΟΥ ΟΔΕΥΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ;
- 20.11.23 12:38
Ήταν κάπου στο 2012, ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο Μνημόνιο για την Ελληνική οικονομία – έτσι μετρούσαμε τον χρόνο, τότε! – όταν είχε «ανέβει» η αντίληψη ότι μετά την σταθερή και μονόπλευρη έμφαση στην σταθερότητα (της λογικής cut-cut-cut/tax-tax-tax της συνταγής ΔΝΤ), ήταν πλέον επείγουσα ανάγκη να επισημανθούν και να προωθηθούν τομείς και κατευθύνσεις για ανάπτυξη/ανάκαμψη. Ήταν αυτή μια σταθερή επισήμανση και μέριμνα του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου. είχαν προηγηθεί αντίστοιχες καμπάνιες, στα χρόνια πριν την πρόσκρουση της Ελληνικής οικονομίας, με μέριμνα του Οδυσσέα Κυριακόπουλου στο πηδάλιο του ΣΕΒ. γινόταν γενικότερα φανερό ότι «αν δεν διορθωνόταν ο παρονομαστής» (δηλαδή δεν αυξανόταν το ΑΕΠ που είχε καταβαραθρωθεί), δεν θα υπήρχε ελπίδα εξυγίανσης της κατάστασης μιας οικονομίας που πήγε να βουλιάξει από το χρέος.
Τότε, λοιπόν, είχε καταρτισθεί και πολυσυζητηθεί η Έκθεση McKinsey «Ελλάδα: δέκα χρόνια μπροστά. Ορίζοντας νέο μοντέλο ανάπτυξης και νέα στρατηγική για την Ελλάδα» (επικαιροποιήθηκε 5 χρόνια αργότερα, όταν η χώρα πλησίαζε την έξοδό της από τα Μνημόνια), προκειμένου να περιγραφούν τομείς με αναπτυξιακή προοπτική με βασική επενδύσεις/investment-led, που θα μπορούσαν να φέρουν πιο κοντά το τόσο-πολύ-συζητημένο νέο παραγωγικό μοντέλο, εξωστρεφές, αυθεντικό και αναπτυξιακά πειστικό για την Ελληνική οικονομία. Λίγο αργότερα, το 2020 – και με βάση ένα συλλογικό βιβλίο Ελλήνων οικονομολόγων, κυρίως του εξωτερικού, που προηγήθηκε (το «Beyond Austerity: Reforming the Greek Economy», MIT Press) – είχαμε την Έκθεση Πισσαρίδη/Βέττα ως «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία». και, μετά την περιπέτεια της πανδημίας του κορωνοϊού το 2020-1 και σε εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Ανάκαμψης/Next Generation EU, καταρτίσθηκε το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας»: αμφότερα είχαν μια λογική λιγότερο κεντρικού σχεδιασμού, στοχεύσεως κλάδων κλπ., αν και λόγω «προτεραιοτήτων Βρυξελλών» το μπόλιασμα με ψηφιακή και πράσινη μετάβαση ήταν έντονο.
ΤΩΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣΤΡΑΦΕΙΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥΣ ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΔΙΟΛΟΥ ΑΜΕΛΗΤΕΑ ΑΛΛΑ ΣΟΚ – ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ, ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ, ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΟ
Τότε λοιπόν, την εποχή της Έκθεσης McKinsey – κι ακόμη νωρίτερα – έτσι όπως διαφαινόταν ότι ένα σημαντικότατο μέτωπο θα ακουγόταν γύρω από την ανάπτυξη αναβαθμισμένου ανθρώπινου δυναμικού, το Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας (Deree συν Alba) δημιούργησε/πρότεινε δικό του στρατηγικό σχέδιο με αναφορά σε Κέντρα Αριστείας/Centersof Excellence (πολύ προτού ο όρος γίνει του συρμού, πολιτικά) για κλάδους όπως ο Τουρισμός, η Ναυτιλία, οι Μεταφορές, οι Εφοδιαστικές Αλυσίδες, ο Αγροδιατροφικός Τομέας – όλα αυτά συντονιζόμενα από ένα Ινστιτούτο για την Ελληνική Ανάπτυξη και Ευημερία/ΙΕΑΕ.
ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΟΛΜΗΡΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ;
Τα τελευταία χρόνια ελάχιστες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Ουκρανίας, έχουν εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Τα…
Τώρα, τώρα που σε όλες εκείνες τις προκλήσεις και τους μελλοντοστραφείς σχεδιασμούς προστέθηκαν και διόλου αμελητέα άλλα σοκ – Ουκρανικό, ενεργειακή διατάραξη, πληθωρισμός, Μεσανατολικό – οι άνθρωποι του ΙΕΑΕ σκέφθηκαν κάτι αυτονόητο αν το δει κανείς διεθνώς, σπάνιο για την Ελληνική περίπτωση: να δουν, να μετρήσουν και να αναλύσουν «πού είμασταν και πού φτάσαμε», σ’ εκείνο τον ορίζοντα δέκα-συν χρόνων μετά την Έκθεση McKinsey. Συν – πού πάμε πλέον.
Διαβάζοντας κανείς τα συμπεράσματα αυτής της συγκεφαλαιωτικής προσπάθειας, ασφαλώς βλέπει ότι έχει επιτευχθεί πρόοδος, και τούτο παρά την νέα γενιά κρίσεων που επέπεσε τα τελευταία χρόνια. Πλην όμως, το είδος προτάσεων που κατατίθενται για το μέλλον, δηλαδή για να συνεχισθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να γίνει πραγματικότητα ο επίσημος στόχος του ρυθμού 3% ανόδου τα ερχόμενα χρόνια, με ταυτόχρονη «φιλοξενία» της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης, σου δημιουργεί ένα σκεπτικισμό ως προς την εφικτότητα. Δείτε:
- Η αύξηση των δημοσίων δαπανών για έρευνα/τεχνολογία/καινοτομία, μέσω ΕΣΠΑ κλπ., έστω ότι τίθεται σε λειτουργία στην πράξη. όμως η χαλαρή ροπή του ιδιωτικού τομέα προς συμμετοχή στην αναβάθμιση αυτή, πώς προσπερνιέται; Ή πάλι, οι αναφορές στην επιτυχία των start-ups, η προσδοκία για προώθηση σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης/μηχανικής μάθησης κοκ έχει το ενδιαφέρον της – όμως σε τι βάθος χρόνου θα αποδώσει σε κλίμακα;
Ακόμη περισσότερο: η προσδοκία ότι η δικτύωση ερευνητικών ιδρυμάτων, Ελληνικών start-ups και φόρων της διεθνούς σκηνής θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπέρβαση των προβλημάτων ανθρώπινου δυναμικού – ιδίως μετά την αποχώρηση από την Ελλάδα αξιόλογου δυναμικού της τάξεως των 500.000 ανθρώπων τα χρόνια της κρίσης – σε τι χρονικό ορίζοντα θα αποδώσει; (Αποτελέσματα, όχι προθέσεις/προσδοκίες…). Αντίστοιχο το ερώτημα για την αληθινή απόδοση κινήτρων παλιννόστησης αυτού του εξειδικευμένου/αναβαθμισμένου ανθρώπινου δυναμικού – ΑΝ, βέβαια, παρόμοια κίνητρα όντως θεσπισθούν.
- Στο επίπεδο των προτάσεων για κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού σε μια λογική «Αγοράς Εργασίας 4.0» – που, ούτως ή άλλως, εμπίπτει αμεσότερα στο πεδίο του ΙΕΑΕ… – η συνηγορία για προσέλκυση ερευνητικών κέντρων ξένων Πανεπιστημίων στην Ελλάδα (κάτι πιο στοχευμένο από την συζήτηση για «ιδιωτικά ΑΕΙ»), καθώς και για προώθηση Κέντρων Επιχειρηματικότητας και incubators έχει το ενδιαφέρον της. Πλην όμως, δείτε μια παρατήρηση που αλιεύσαμε: οι συγκρίσεις που καμιά φορά γίνονται ανάμεσα στην προσέγγιση Ισραήλ και Ελλάδας, με την διαδεδομένη εντύπωση ότι «το Ισραήλ δαπανά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ του σε υποδομές και τεχνολογία», διαψεύδεται: «οι πόροι είναι αναλογικά οι ίδιοι, με μόνη διαφορά τον τρόπο που οι δυο χώρες τούς επενδύουν». Προσγειωτικό, όχι; Όπως καταγραφόταν και στου ΟΟΣΑ τη Έκθεση του 2022, EducationGPSforGreeceandIsrael, το Ισραήλ «επενδύει σημαντικά στην στήριξη των Πανεπιστημίων και στην έρευνα σε τομείς τεχνολογίας αιχμής, η Ελλάδα πρωτίστως στην πολύ μεγάλη δημόσια διοίκηση και στην γραφειοκρατία»…
- Αυτή η σχισμή που επιτρέπει να δούμε προς την πραγματικότητα, και όχι προς τις σχεδιαστικές προθέσεις δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά με την εφικτοτητα ενός άλλου πυλώνα προτάσεων, που αφορά την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας/του Κράτους. Εδώ, η πρόταση για την δημιουργία Συμβουλίων παρακολούθησης και τόνωσης των (εκάστοτε αποφασιζόμενων) μεταρρυθμίσεων, μέχρι σημείου να καταλαμβάνει και τα θέματα της (όλο και εμφανέστερα προβληματικής) Δικαιοσύνης, «απαντάται» εκ των προτέρων από την αμέσως προηγούμενη παρατήρηση: όταν ένα Κράτος επιλέγει περισσότερο να περιχαρακώνεται παρά να ανοίγεται σε θέματα έρευνας και τεχνολογιών, πως θα ανοιχτεί πειστικά στο μεταρρυθμιστικό πεδίο;
- Από εκεί και πέρα, οι τομεακές αναφορές σε κατευθύνσεις που δίνουν/οφείλουν να δίνουν υποσχέσεις μέλλοντος – τουρισμός, ενέργεια, μεταφορές/logistics, μεταποίηση/επεξεργασία τροφίμων – με αιχμές σε επιμέρους θέματα όπως π.χ. τα υδροπλάνα ή οι μαρίνες στον τουρισμό, τα υπεράκτια αιολικά πάρκα δίπλα στις έρευνες για υδρογονάνθρακες και τον EastMed στην ενέργεια, η διασύνδεση των εμπορευματικών πυλών με το σιδηροδρομικό δίκτυο στα logistics – δεν είναι μόνο που κινούνται αρκετά περιφερειακά ως προς τον βασικό όγκο των αντίστοιχων τομέων. Είναι, τους τελευταίους μήνες, και σε νέα σύγκρουση με μεγάλα ακραία γεγονότα. Θυμηθείτε: Ποιος σιδηρόδρομος; Ποια ενεργειακή στροφή; Ποιες καλλιέργειες/π.χ. ποιο λάδι;
Επειδή πάντως «πρέπει» να αισιοδοξούμε – αυτό δεν κάνει και η επίσημη πρόβλεψη για μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3% επί χρόνια, την στιγμή που το ΔΝΤ μας βλέπει σε 2,5% και 2% το 2023-24, ύστερα όμως σε προσγείωση σε ένα μετριοπαθέστερο 1,25% – θα προτείναμε να σταθούμε σε δυο άλλες παρατηρήσεις του ΙΕΑΕ. Που δείχνουν «από που ερχόμαστε». Λοιπόν: η μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα πριν την κρίση (εικοσαετία 1999-2009) καταγραφόταν στα 2,4% , δηλαδή καλύτερη απ’ όσο στην Νότια Ευρώπη (0,7%) αλλά και στην ΕΕ συνολικά (1,1%) ή ακόμη και στις ΗΠΑ (2%) – πλην όμως και πάλι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε μονάδες αγοραστικής ικανότητας ήταν κατά 40% χαμηλότερο από των ΗΠΑ, 29% χαμηλότερο από την ΕΕ, 17% χαμηλότερο απ’ ό,τι της λοιπής Νότιας Ευρώπης.
Σημειώστε επίσης ότι στην Ελλάδα το 2008 το 65% του προϊόντος αποτελείτο από μη-εμπορεύσιμα διεθνώς αγαθά, ενώ στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 52%, στην δε Κεντρική Ευρώπη μόλις 39%. Και τούτο επειδή στην Ελλάδα η βιομηχανία βρισκόταν στο 9% (και ο τουρισμός στο 7%), ενώ στην Νότια Ευρώπη στο 15% (και το 6% , αντίστοιχα)