Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

H ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

H αρπαγή της Ευρώπης
Η σταθερή άνοδος και κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς, η ολοένα και αυξανόμενη απόσταση του γραφειοκρατικού, τεχνοκρατικού μηχανισμού των Βρυξελλών από τις ανησυχίες και τα προβλήματα του μέσου Ευρωπαίου πολίτη, τα δημοκρατικά ελλείμματα της Ένωσης, οι ραγδαίες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και η αδυναμία των 27 να αρθρώσουν έναν σοβαρό λόγο και μια εσωτερικά συνεκτική στάση απέναντι σε αυτές, μοιάζουν με τη συνταγή μιας «τέλειας καταιγίδας».

Προκαλεί ίσως εντύπωση, αν όχι απορία, ότι ο περίφημος μύθος της αρπαγής της Ευρώπης αποτέλεσε και αποτελεί συχνά αντικείμενο επίκλησης από κάθε λογής αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μια ιστορία απαγωγής και σεξουαλικής κακοποίησης δεν είναι και η πιο αρμόζουσα ή αναμενόμενη επιλογή για να επενδύσει κανείς συμβολικά ένα εγχείρημα με εντελώς αντίθετες στοχεύσεις. Κι όμως, οι περισσότεροι θεμελιωτικοί μύθοι είναι γεμάτοι από καταστροφές και βίαια επεισόδια, περιγράφοντας το καταγωγικό σημείο μιας καταστροφής που πρέπει πάση θυσία να μην επαναληφθεί στο μέλλον. «Η Ευρώπη δεν είναι πλέον ένα κορίτσι που μπορεί να απαχθεί» από τις δυνάμεις του εθνικισμού και του ολοκληρωτισμού που άνθισαν στον μεσοπόλεμο, διακήρυσσε σε μια ομιλία της το 2007 η πρώην Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ Μπενίτα Φερέρο-Γουάλντερ.

Πόσο πειστική είναι όμως η θέση της πρώην Επιτρόπου σήμερα; Η σταθερή άνοδος και κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς, η ολοένα και αυξανόμενη απόσταση του γραφειοκρατικού, τεχνοκρατικού μηχανισμού των Βρυξελλών από τις ανησυχίες και τα προβλήματα του μέσου Ευρωπαίου πολίτη, τα δημοκρατικά ελλείμματα της Ένωσης, οι ραγδαίες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και η αδυναμία των 27 να αρθρώσουν έναν σοβαρό λόγο και μια εσωτερικά συνεκτική στάση απέναντι σε αυτές, μοιάζουν με τη συνταγή μιας «τέλειας καταιγίδας», που προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα «αρπαγή της Ευρώπης». Λιγότερο πομπώδη και φαντασμαγορική αυτή τη φορά, πλην όμως το ίδιο επικίνδυνη και επώδυνη. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ ΔΥΟ ΑΚΗΡΥΚΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

Η ΕΕ αντιμετωπίζει για πρώτη φορά μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ το 1957 εξωτερική απειλή,…

Σε αυτό το πλαίσιο, το τρέχον τεύχος της Οικονομικής Επιθεώρησης επιχειρεί να απαντήσει σε δύο κομβικές προκλήσεις, που ξεφεύγουν από τον συνηθισμένο τρόπο και τόπο της δημόσιας συζήτησης. Η πρώτη πρόκληση αφορά εκείνο που θα ονομάζαμε «στροφή προς τη μακροπρόθεσμη ματιά, ή έμφαση στη longue durée», όπως θα έλεγε ο Μπρωντέλ. Η δεύτερη –που μοιάζει επαναδιατύπωση της πρώτης, αλλά φωτίζει περισσότερο το πεδίο της καθημερινής πολιτικής– είναι η αποδοχή της υπομονής (μαζί με τη διατήρηση σταθερής πορείας), αλλά και η αναγνώριση του λάθους ως γόνιμων (αν όχι ριζοσπαστικών) πολιτικών πρακτικών.

Αυτή τη στιγμή, κοιτάζοντας την ευρωπαϊκή σκακιέρα, με την αναμέτρηση των Ευρωεκλογών να έχει μπει στην τελική ευθεία, βλέπει κανείς τη δημόσια συζήτηση να αυτοπαγιδεύεται όλο και περισσότερο στο βραχυπρόθεσμο. Όχι πως δεν είναι σημαντικό το πώς θα διαμορφωθούν οι ισορροπίες στο νέο Ευρωκοινοβούλιο −ιδίως με την άνοδο της ριζοσπαστικής Δεξιάς (για την οποία πολλά θα βρει ο αναγνώστης στις συνεντεύξεις αυτού του τεύχους)− και πώς θα γίνει η επιλογή ηγεσίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όμως σαν να φεύγει από τη δημόσια προσοχή η κεντρική κατεύθυνση του ευρωπαϊκού ορίου. Διότι τα όρια της Ευρώπης −και η προθυμία ή η απροθυμία να τα υπερβούμε− είναι ακριβώς το βασικό πρόβλημα που με επίταση θέτουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, μετά το τέλος της εποχής της αφθονίας και της δυτικής μονοκρατορίας. Από τα γεωπολιτικά (Ουκρανικό, Μεσανατολικό, σχέσεις με Κίνα) μέχρι και την εσωτερική δρομολόγηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος (θεσμική λειτουργία, ομοσπονδίωση ή διακυβερνητισμός). Εκφωνούνται, βεβαίως, απόψεις και προσεγγίσεις συνεχώς, αλλά με ακαδημαϊκό τόνο, κοινότοπες διατυπώσεις και, κυρίως, έχοντας απλώς ως στόχο την πολιτική καταγραφή των αντιθέσεων και όχι μια ουσιαστική συζήτηση για το μέλλον, που θα αγγίξει τα «δύσκολα» και τα «απωθημένα». 

Από την άλλη, δεδομένης της ευκολίας με την οποία η αμείλικτη πραγματικότητα αλλάζει άρδην πράγματα που θεωρούνταν δεδομένα, αυτό που απαιτείται είναι πολιτικό θάρρος. Πολιτικό θάρρος, ώστε η ευρωπαϊκή ηγεσία να επιτελέσει τον ρόλο της, άλλοτε καλλιεργώντας την αναγκαία υπομονή/επιμονή, ώστε να αναδειχθούν τα μακροπρόθεσμα οφέλη μιας ορθής απόφασης, άλλοτε αποφεύγοντας τον εμμονικό εναγκαλισμό με ιδέες ή πρακτικές που κινούνται καταδήλως προς τη λάθος κατεύθυνση. Η Ένωση, για παράδειγμα, πορευόταν, υποτίθεται, προς μια «στρατηγική αυτονομία». Ελλείψει, ωστόσο, της αναγκαίας υπομονής/επιμονής, ο πόλεμος στην Ουκρανία την έστρεψε, σχεδόν με «δουλοπρέπεια», στην αμερικανική γραμμή, παραδίδοντάς τη σε μια νέα συγχώνευση σε λογική συνολικής Δύσης. Αντιστρόφως, η σχεδόν τοτεμική προσέγγιση δημοσιονομικής πειθαρχίας που επικράτησε την περίοδο της κρίσης εξαϋλώθηκε εν μία νυκτί, όταν η πανδημία και ύστερα η ενεργειακή κρίση έφεραν όχι απλώς το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και μια νέα προσέγγιση δημοσιονομικής διαχείρισης. Κι όμως, κανένα mea culpa δεν ειπώθηκε, τίποτα δεν εξηγήθηκε, ως όφειλε να γίνει. 

Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, υπάρχει μια παραλληλία σ’ αυτά τα δύο επίπεδα ανάμεσα στο τι συμβαίνει σε επίπεδο ΕΕ ενόψει των Ευρωεκλογών του Ιουνίου και το τι απαιτήσεις υπάρχουν στην ελληνική δημόσια σκηνή. Η σκοπιμότητα, ή μάλλον η ανάγκη του μακροπρόθεσμου, δεν προκύπτει μόνο από τη σημασία της διαχείρισης της νεο-αποκτημένης οικονομικής ισορροπίας. Επεκτείνεται και στα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής. Τα πιο μακρινά, αλλά και τα εντελώς άμεσα. Η πορεία των Ελληνο-Τουρκικών, με τη νέα συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Άγκυρα να επιβεβαιώνει το καλό κλίμα, αλλά και τις παραμένουσες διαφορές, έχει νόημα μόνο άμα η στόχευση γίνει στη μακρά περίοδο. Αλλιώς, κινδυνεύει να φέρει αντιδιαμετρικό από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δείχνει, επίσης, πόση αντοχή και υπομονή προϋποτίθεται για ωρίμανση ουσιαστικών σχέσεων – αν, δηλαδή, το πιστεύει κανείς. Και να δούμε ποια αποθέματα πολιτικών αντοχών και υπομονής θα χρειαστούν για τη διαχείριση των σχέσεων με τη Βόρεια Μακεδονία μετά την εκεί επικράτηση του εθνικιστικού VMRO/DPMNE (με 42%) με άδηλο το μέλλον της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ομοίως για την πορεία των Ελληνο-Αλβανικών υπό το πρίσμα της υπόθεσης Μπελέρη και της (άκριτης) επίσκεψης/πολιτικής εκδήλωσης Έντι Ράμα στην Αθήνα. 

Αν, πάντως, ο αναγνώστης του τρέχοντος τεύχους επιχειρήσει να στραφεί στις σελίδες του Αφιερώματος για τη Ναυτιλία, ίσως να βγει ωφελημένος εκεί που δεν το περιμένει. Διότι θα έχει μια ευκαιρία αναστοχασμού γύρω από μια δραστηριότητα – όπως η ποντοπόρος ναυτιλία, που έχει αναδείξει σημαντικά στοιχεία του Ελληνισμού– που προσπαθεί και κατορθώνει να συνδυάζει την ανταπόκριση στην άμεσες προκλήσεις/στην κυκλικότητα με την πιο μακροπρόθεσμα ματιά. Διδακτικό, αν μη τι άλλο…



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ