Η ΣΚΛΗΡΗ ΔΕΞΙΑ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ – ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
- 07.11.23 18:08
Στην εύπορη βελγική κωμόπολη Σιντ-Γενίσιους-Ρόντα, στους λόφους νότια από τις Βρυξέλλες, μια ομάδα κάπου πενήντα ατόμων συγκεντρώθηκαν στις 2 Σεπτεμβρίου σε αίθουσα της τοπικής ενορίας – να πιουν ένα ποτήρι σαμπάνια και να γιορτάσουν τον διαμελισμό του Βελγίου. Διοργανωτής της συνάντησης το ακροδεξιό κόμμα Vlaams Belang /Φλαμανδικό Συμφέρον, το οποίο σηκώνει παντιέρα εναντίον όλων όσων θεωρεί ότι απειλούν τον φλαμανδικό τρόπο ζωής: το Ισλάμ, τους μετανάστες και –το πιο καταστροφικό από όλα– τη γαλλική γλώσσα. Η κωμόπολη βρίσκεται στη Φλάνδρα (δηλαδή στην ολλανδόφωνη περιοχή του Βελγίου), πλην όμως επί δεκαετίες εγκαθίστανται εκεί όλο και περισσότεροι γαλλόφωνοι, οπότε έχουν καταλήξει να αποτελούν την πλειοψηφία. Ο μόνος τρόπος να σταματήσει αυτή η διαδικασία σήψης –εξηγεί ο Κλάας Σλότμανς, μέλος του φλαμανδικού τοπικού κοινοβουλίου από το Vlaams Belang– είναι η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Φλάνδρας.
Μπορεί όλο αυτό να ακούγεται επαρχιώτικο, σοβινιστικό και διασπαστικό, αν όχι παραληρηματικό, πλην όμως εισπράττεται με θετικά αισθήματα από τους παρευρισκόμενους. Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα «να είναι αφεντικά στην ίδια τους τη χώρα», διακηρύσσει ο Κλ. Σλότμανς – και το ακροατήριο ξεσπάει σε χειροκροτήματα. Το Vlaams Belang είναι πλέον το δημοφιλέστερο κόμμα του Βελγίου, καθώς συγκεντρώνει κατά μέσο όρο 22% αποδοχή σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Αν δεν προκύψει κάποια αιφνίδια ανατροπή, λογικά θα θριαμβεύσει στις εκλογές του 2024, οι οποίες θα διεξαχθούν ταυτόχρονα για το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το περιφερειακό κοινοβούλιο. Τα υπόλοιπα κόμματα του Βελγίου έχουν μέχρι στιγμής θεωρήσει το Vlaams Belang υπερβολικά ακραίο, με αποτέλεσμα να μη θέλουν να συσχετίζονται μαζί του και να αρνούνται να το συμπεριλάβουν σε συνασπισμούς. Αυτή όμως η λογική του επονομαζόμενου cordon sanitaire/ (Σημ: Στην πολιτική, η άρνηση ενός κόμματος να συνεργαστεί με συγκεκριμένα άλλα κόμματα που θεωρεί ακραία ή εξτρεμιστικά), μπορεί να χρειαστεί να εγκαταλειφθεί, σε περίπτωση που το εν λόγω κόμμα κερδίσει το 1/5 ή και μεγαλύτερο μέρος των εδρών. Και στην πραγματικότητα αυτή η πρακτική εξοστρακισμού μπορεί να βοηθά το Vlaams Belang − η απήχησή του στους ψηφοφόρους έχει τριπλασιαστεί μέσα στην τελευταία 5ετία.
Το momentum της δεξιάς
Αυτό το σχήμα είναι ευρύτερα διαδεδομένο: Σε αρκετά μεγάλο μέρος της Ευρώπης λαϊκίστικα δεξιά κόμματα, όπως το Vlaams Belang, με το που περιθωριοποιούνται, γίνονται ολοένα και πιο ισχυρά. Στην Ουγγαρία, την Ιταλία και την Πολωνία βρίσκονται ήδη στην εξουσία. Στη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Ελβετία έχουν μερίδιο της εξουσίας. Στη Γερμανία οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο AfD/Εναλλακτική για τη Γερμανία 22% έναντι ενός ποσοστού 10% στις περσινές εκλογές. Στη Γαλλία το RN/Εθνικός Συναγερμός, το μεγάλο ακροδεξιό κόμμα, έχει τη στήριξη του 24% των πολιτών. Αν εδώ προσθέσει κανείς και το Reconquête/Ανακατάκτηση και το 5% που έχει πετύχει –με ανάλογες αντιμεταναστευτικές θέσεις– βλέπει ότι η άκρα δεξιά καταλήγει να διαθέτει το μεγαλύτερο μερίδιο ψήφων στη Γαλλία. Στην Ολλανδία, ένας αστερισμός μικρών δεξιών λαϊκίστικων κομμάτων διεκδικεί το ¼ των ψήφων, αν μη περισσότερες. Ακόμη και οι σχετικά καινούργιες ευρωπαϊκές δημοκρατίες –όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία ή η Ρουμανία– οι οποίες μέχρι προ καιρού δεν είχαν μεγάλα εθνικιστικά κόμματα, τώρα τα έχουν αποκτήσει.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΣΤΕΡΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΧΟΥΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΕΙΤΕ ΜΕ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΝΩ ΤΟΥ 20%.
Η άνοδος της άκρας δεξιάς ούτε ομοιόμορφη είναι, ούτε σε μονή κατεύθυνση κινείται. Για παράδειγμα, η στήριξη λαϊκίστικων εθνικιστικών σχηματισμών σημείωσε υποχώρηση στην Ισπανία ή τη Δανία. Ούτε πρόκειται για έναν ομοιόμορφο χώρο: ορισμένα κόμματα εμφανίζουν έντονο ατλαντισμό, άλλα είναι φιλορωσικά, ορισμένα είναι έντονα φιλελεύθερα στην οικονομία, άλλα τάσσονται υπέρ ενός γενναιόδωρου κοινωνικού κράτους – όμως μόνο για τους ντόπιους. Το σημαντικότερο όμως είναι άλλο: οι ακροδεξιοί σχηματισμοί έχουν την τάση να εξημερώνονται όσο πλησιέστερα βρίσκονται στην εξουσία, ή να καταλήγουν σε διάσπαση (ή, ακόμη, μπορεί να παρουσιάζουν και τις δύο αυτές εξελίξεις). Έτσι, η κυβέρνηση της Ιταλίας, η οποία βασικό εταίρο έχει τους FdI/Αδέλφια της Ιταλίας, δηλαδή ένα κόμμα με διασύνδεση με τον φασισμό, αποδείχθηκε στην πράξη πολύ πιο μετριοπαθής απ’ ό,τι υπήρχε φόβος να είναι.
Ούτως ή άλλως όμως, η τάση που διαμορφώνεται είναι ανησυχητική – και τούτο για τρεις λόγους. Πρώτον, πρόκειται για ένα ευρύτατο φαινόμενο. Τέσσερις από τις πέντε πολυπληθέστερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ακροδεξιά κόμματα είτε στην κυβέρνηση, είτε με δημοσκοπική καταγραφή άνω του 20% (βλέπε Χάρτη). Δεύτερον, οι συνθήκες της σημερινής περιόδου είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για τα λαϊκίστικα κόμματα, καθώς η μετανάστευση εντείνεται μετά τη συγκράτηση που είχε φέρει η πανδημία, ενώ ταυτόχρονα ο πληθωρισμός κινείται σε υψηλά επίπεδα και οι πολιτικές που εισάγονται λόγω κλιματικής κρίσης δημιουργούν σημαντική νέα πηγή για εκδήλωση λαϊκής οργής. Τρίτον –κι αυτό είναι το πλέον σημαντικό– η ακροδεξιά δεν χρειάζεται να κερδίσει την εξουσία προκειμένου να έχει απειλητική επιρροή στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Απλώς και μόνο προσελκύοντας ισχυρά ποσοστά ψηφοφόρων ήδη μετατοπίζει το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης – και ως εκ τούτο δυσχεραίνει την υιοθέτηση, από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ορθολογικών επιλογών πολιτικής για σημαντικά προβλήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, το μεταναστευτικό, η κλιματική αλλαγή.
Η ΑΜΦΙΒΟΛΗ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Η συμβολική έπαρση της Ουκρανικής σημαίας στα κτίρια της ΕΕ δίπλα στην δωδεκάστερη Ευρωπαϊκή ή…
«Μαχητές της ελευθερίας»
Όταν το Κόμμα της Ελευθερίας, ο βασικός ακροδεξιός σχηματισμός της Αυστρίας, κλήθηκε να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνασπισμού το 2000, οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της ΕΕ είχαν εκδηλώσει τέτοια φρίκη, ώστε περιόρισαν –σε ένδειξη διαμαρτυρίας– τις επαφές τους με την Αυστρία στο ελάχιστο δυνατό. Η επιλογή αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, καθώς έκτοτε η ακροδεξιά δεν έπαψε να καταγράφει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Και για πρώτη φορά ηγήθηκε ευρωπαϊκής κυβέρνησης το 2010, όταν το Fidesz –άλλοτε κεντρώος σχηματισμός, που έκανε όμως λαϊκιστική στροφή– κατέλαβε την εξουσία στην Ουγγαρία. Όσοι, δε, έλεγαν ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί σε ώριμες δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης διαψεύσθηκαν πέρσι όταν το FdI πήρε την εξουσία στην Ιταλία. Κι αυτό δεν σταματά εδώ. Ακροδεξιά κόμματα αναμένεται να καταγράψουν επιτυχίες στις Ευρωεκλογές του 2024. Η Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής του FdI και πρωθυπουργός της Ιταλίας, καταβάλλει προσπάθειες για να πείσει την κεντροδεξιά συμμαχία στο Ευρωκοινοβούλιο –το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα/ΕΛΚ– να ενώσει δυνάμεις με τους ακροδεξιούς Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Ρεφορμιστές/ΕΣP, επικεφαλής των οποίων βρίσκεται η ίδια. Μια τέτοια προσέγγιση θα έστρεφε συνολικά τον νομοθετικό θεσμό της ΕΕ προς λαϊκίστικη κατεύθυνση. Εν τω μεταξύ, στη Γαλλία οι επιδόσεις της ακροδεξιάς βελτιώνονται σε κάθε διαδοχική προεδρική εκλογή (βλ. Διάγραμμα). Είναι ενδεχόμενο η Μαρί Λεπέν, η οποία στις τελευταίες δυο προεδρικές βρέθηκε δεύτερη, να κερδίσει στις επόμενες κάλπες – του 2027.
Η ισχυροποίηση της Δεξιάς
Μια μακρά σειρά εξωτερικών παραγόντων βοηθά την ενίσχυση της στήριξης που απολαμβάνει πλέον η ακροδεξιά. Η παράτυπη μετανάστευση, η οποία απογείωσε τη στήριξη προς λαϊκιστικά κόμματα όταν ήρθε το κύμα του 2015, σημειώνει και πάλι ανοδική πορεία μετά την υποχώρηση της περιόδου της πανδημίας. Φέτος, έχουν ήδη υπάρξει (μέχρι και το καλοκαίρι), 165.000 αφίξεις ανθρώπων στην Ευρώπη χωρίς άδεια, δηλαδή τόσες όσες καταγράφηκαν για το σύνολο του 2022. Οι λαϊκιστές εμφανίζουν επίσης την τάση να καταγράφουν θετικές επιδόσεις όταν υπάρχει οικονομική αναταραχή, οπότε τώρα ευνοούνται από τον υψηλό πληθωρισμό που μαστίζει την Ευρώπη τα τελευταία δυο χρόνια – ιδίως δε από την απογείωση των τιμών της ενέργειας.
Η ακριβή βενζίνη, το υψηλό κόστος θέρμανσης και οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος έχουν οδηγήσει σε κύμα αντιδράσεων εναντίον των επιλογών πολιτικής προκειμένου να καταπολεμηθεί η κλιματική αλλαγή, οπότε η ακροδεξιά επωφελήθηκε. Το κίνημα που εκδηλώθηκε στη Γαλλία με τα Κίτρινα Γιλέκα/gilets jaunes στα τέλη του 2018, αρχικά ήταν μια διαμαρτυρία για την αύξηση των φόρων στο πετρέλαιο κίνησης. Η φετινή, πάλι, άνοδος του AfD στη Γερμανία πυροδοτήθηκε από την πρόταση της κυβέρνησης για απαγόρευση των καυστήρων φυσικού αερίου ή πετρελαίου στις κατοικίες. Στη δε Ολλανδία το ΒΒΒ/Κίνημα Πολιτών-Αγροτών, νέος πολιτικός σχηματισμός, δρομολογήθηκε ως κόμμα με βάση μια διαμαρτυρία εναντίον της θέσπισης οροφής για τις εκπομπές αζώτου. Στις περιφερειακές εκλογές του Μαρτίου το ΒΒΒ κέρδισε ένα εντυπωσιακό 20% των ψήφων. […]
ΑΠΛΩΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΕΛΚΥΟΝΤΑΣ ΙΣΧΥΡΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΨΗΦΟΦΟΡΩΝ, Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΗΔΗ ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΕΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΑΡΟΥΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ – ΚΑΙ ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΔΥΣΧΕΡΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ, ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΟΠΩΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ, ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, Η ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ.
Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου κατέγραψε εκλογική επιτυχία, η ακροδεξιά χρειάστηκε βέβαια να παλέψει προκειμένου να προωθήσει ριζοσπαστικές πολιτικές επιλογές, όπως την κατάργηση του πολιτικού ασύλου ή την ακύρωση μέτρων που αποβλέπουν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Για παράδειγμα η Σουηδία, όπου οι Σουηδοί Δημοκράτες/SD οι οποίοι επί μακρόν είχαν απομονωθεί από τα άλλα κόμματα λόγω ριζών τους στο νεο-ναζιστικό κίνημα, πέτυχαν 21% της λαϊκής ψήφου το 2022. Τότε, υπέγραψαν σύμφωνο παροχής εμπιστοσύνης και στήριξης για τον σχηματισμό κεντροδεξιάς κυβέρνησης μειοψηφίας. το εν λόγω σύμφωνο τους παρείχε άμεση επιρροή στη διαμόρφωση πολιτικής σε θέματα μετανάστευσης και εγκληματικότητας. Όμως σε δημόσια ομιλία του τον περασμένο Αύγουστο, ο ηγέτης των SD Τζίμι Άκεσον αναγκάστηκε να απολογηθεί για τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή αυτών των πολιτικών από την κυβέρνηση.
Η περίπτωση Μελόνι
Η Τζόρτζια Μελόνι είναι η πρώτη ηγέτις στη Δυτική Ευρώπη που διαθέτει κοινοβουλευτική δύναμη η οποία επιτρέπει υλοποίηση ακροδεξιού προγράμματος. Και όμως: μέχρι τώρα έχει προβεί σε αρκετά παραδοσιακή διακυβέρνηση. Τα μόνα λαϊκίστικα μέτρα που προώθησε μέχρι στιγμής ήταν η επιβολή ενός κακοσχεδιασμένου φόρου στις τράπεζες, η θέσπιση οροφής σε ορισμένα αεροπορικά εισιτήρια, και ο αποκλεισμός της δυνατότητας γονείς του ίδιου φύλου να δηλώνουν ληξιαρχικά τα παιδιά των συντρόφων τους και με το δικό τους όνομα. Εν μέρει, η Μελόνι βρίσκεται περιορισμένη από την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρώπης, γενικώς όμως οι FdI είναι λιγότερο ακραίοι απ’ ό,τι παλιότερα. Σύμφωνα με τον Τζιοβάνι Ορσάνα της Σχολής LUISS στη Ρώμη, «τώρα πλέον είναι μια πραγματιστική κεντροδεξιά κυβέρνηση, που απλώς εφαρμόζει εδώ και εκεί ορισμένες ταυτοτικές πολιτικές [πολιτιστικής διαμάχης]».
Στα θέματα Ευρώπης –και αυτό είναι αξιοσημείωτο– πολλά από τα ακροδεξιά κόμματα έχουν χαλαρώσει τις θέσεις τους. Λίγα μόνο από τα πιο επιθετικά λαϊκίστικα κόμματα θέλουν να αποδομήσουν την Ένωση, την οποία αποκαλούν σαρκαστικά «ΕΕΣΣΔ». Όμως το FdI εγκατέλειψε κάθε ιδέα αποχώρησης από την Ευρωζώνη ή πάλι αναδιάρθρωσης της ΕΕ – προτού καν βρεθούν στην εξουσία. Αντ’ αυτού η Τζ. Μελόνι ζητά από την ΕΕ να βοηθήσει την Ιταλία, συγκρατώντας τις μεταναστευτικές ροές που πλημμυρίζουν τις ακτές της. Φέτος το καλοκαίρι μετέβη στην Τυνησία μαζί με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προκειμένου να διαπραγματευθεί συμφωνία για τη μετανάστευση. Επιδιώκει, πέραν τούτου, χαλάρωση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, προκειμένου η ιταλική κυβέρνηση να έχει την ευχέρεια περισσότερων δαπανών. Μάλιστα η Τζ. Μελόνι απευθύνεται εποικοδομητικά και στο φιλοευρωπαϊκό κοινό, επαινώντας την Ένωση ως προστάτιδα της ειρήνης και του πολιτισμού της Ευρώπης.
Αντίστοιχα, στη Γαλλία το RN έχει πάψει να καλεί για αποχώρηση από την ΕΕ και από την Ευρωζώνη. Η αντι-ευρωπαϊκή ρητορική παραμένει ενεργή, όμως οι εξειδικεύσεις σπανίζουν. Ακόμα κι αν η Μαρίν Λεπέν γινόταν Πρόεδρος, θα δυσκολευόταν να υλοποιήσει πολλές πολιτικές της – και τούτο παρά τις ισχυρότατες εξουσίες που παρέχει το γαλλικό προεδρικό σύστημα. Ούτως ή άλλως, δεν πέρασε απαρατήρητο το πώς η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που στήριξε εμφατικά ο Εμανουέλ Μακρόν βρήκε μπροστά της βίαιη αντίδραση – κι ας είχε προαναγγελθεί προεκλογικά από τον ίδιο.
Διασπάσεις, αντιελιτισμός, πραγματισμός
Τα ακροδεξιά κόμματα, που συχνά είναι καινούργια, με πλήθος ιδεολογικών ζηλωτών και με εξάρτηση από χαρισματικούς ηγέτες, είναι παγίως επιρρεπή σε διασπάσεις. Η πρώτη εμπειρία του Κόμματος των Φινλανδών στη διακυβέρνηση –το 2015– κατέληξε σε διάσπασή του. Η δεύτερη θητεία τους, από φέτος τον Μάιο, ήδη οδήγησε σε σκάνδαλα και σε παραιτήσεις. Στην Πολωνία, οι γενναιόδωρες συνταξιοδοτικές πολιτικές του PiS προκάλεσαν αρνητική αντίδραση μεταξύ των οπαδών του δημοσιονομικού συντηρητισμού, ορισμένοι εκ των οποίων λιποτάκτησαν προς ένα οικονομικά φιλελεύθερο κόμμα ονομαζόμενο «Συνομοσπονδία». Η δε Μαρίν Λεπέν, όταν πλέον ξέβαψε η ριζοσπαστική εικόνα της, βρέθηκε αντιμέτωπη στα δεξιά της με την «Aνακατάκτηση» (που στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές, έχει επικεφαλής την ανεψιά της Μαριόν Μαρεσάλ).
[…] Εκείνο που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό όλα αυτά τα κόμματα, είναι μια αδιόρατη αίσθηση ότι στηρίζουν τους κοινούς ανθρώπους απέναντι στις ελίτ. Οι θέσεις που υποστηρίζουν σε καυτά θέματα τείνουν να είναι θολές, όπως ισχύει με εκείνες του γαλλικού RN για τα ευρωπαϊκά. Σε τοπικό πάντως επίπεδο, συχνά οι υποψήφιοί τους χαρακτηρίζονται από πραγματισμό. Τον περασμένο Ιούνιο, η αγροτική πόλη της Σαξονίας Ράγκουν-Γιέσνιτζ ήταν η πρώτη στη Γερμανία που εξέλεξε δήμαρχο από το AfD. Ο Χάνες Λοτ είναι ένας δραστήριος 43χρονος πρώην καλλιεργητής λαχανικών. Στη διάρκεια της πανδημίας, όταν οι ντόπιοι δυσκολεύονταν να εξασφαλίσουν άδειες μετακίνησης, λόγω έλλειψης κέντρων για τεστ Covid, ο Χ. Λοτ άνοιξε ένα τέτοιο κέντρο στη δική του κωμόπολη.
Βασική μέριμνα του δημάρχου Λοτ είναι η κακή κατάσταση των δρόμων και της τοπικής Πυροσβεστικής, καθώς και το έλλειμμα του δημοτικού προϋπολογισμού (1,5 εκατ. ευρώ για πέρσι). Το τελευταίο εν μέρει οφείλεται στις υψηλές τιμές της ενέργειας, που εκτόξευσαν το κόστος θέρμανσης του Rathaus/Δημαρχείου. Ο κ. Χ. Λοτ εδώ ακολουθεί την γραμμή του AfD: η λύση είναι να ξαναπάρουν μπρος οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής που έκλεισε η κυβέρνηση, συν να υπάρξει διαπραγμάτευση για ειρήνη στην Ουκρανία, ώστε να επαναλειτουργήσουν οι αγωγοί φυσικού αερίου από Ρωσία.
Η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε πραγματικά προβλήματα και ακραίες λύσεις δηλώνει κάτι το σημαντικό για τα λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα. Ο Χ. Λοτ μπορεί να είναι ευαισθητοποιημένος για τους ψηφοφόρους του που υποφέρουν από το υψηλό ενεργειακό κόστος, όμως η προτεινόμενη από το AfD διέξοδος αποτελεί ονειροφαντασία: το φθηνό ρωσικό αέριο δεν θα αποτελέσει πλέον λύση στο προβλεπτό μέλλον.
[…] Οι επερχόμενες μεγάλες αλλαγές εναντίον των οποίων οργίζονται τα λαϊκιστικά κόμματα ανά την Ευρώπη μοιάζουν να είναι αναπόφευκτες, ή πάντως δυσχερέστατα αντιστρέψιμες: δημογραφία, σεξουαλική απελευθέρωση, ισότητα των φύλων, απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα. Οι δε πολιτικές που προτείνουν τα κόμματα αυτού του τύπου προκειμένου να διορθώσουν τον κόσμο μοιάζουν να μην έχουν συνοχή, ή να είναι ανέφικτες. Βέβαια, για τους λαϊκιστές τα μη-ρεαλιστικά προγράμματα δεν είναι κάτι το αρνητικό: οι υποψήφιοί τους δύσκολα θα μπορούσαν να κατακεραυνώνουν στις εκλογικές τους συγκεντρώσεις προβλήματα που… θα είχαν βρει λύση.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος
Πάντως, μόνο και μόνο με την κατακραυγή που κινούν και την προσέλκυση στήριξης που πετυχαίνουν, τα ακροδεξιά κόμματα βοηθούν ώστε να μετακινείται το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης. Ανά την ευρωπαϊκή ήπειρο, οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις αυστηροποιούν τη μεταναστευτική τους πολιτική, ή πάλι εντείνουν τη ρητορική πολιτιστικής αντιπαράθεσης, ώστε να συγκρατούν τους ψηφοφόρους οι οποίοι τείνουν να αυτομολήσουν προς λαϊκιστές.
Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα, εδώ, είναι η Βρετανία, όπου το Brexit δρομολογήθηκε από την απόφαση των Συντηρητικών να στηρίξουν δημοψήφισμα (επί του Brexit) σε μια προσπάθεια να μειωθεί η ελκυστικότητα των ανταρτών του UKIP/Κόμματος Ανεξαρτησίας. Ακριβώς αποκεί προέρχεται και ο μεγαλύτερος κίνδυνος του ανερχομένου εκλογικού μεριδίου που καταγράφεται υπέρ των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη. Αναμφισβήτητα, τείνουν να φιλοξενούν μισογυνικές και μισαλλόδοξες τάσεις, καθώς και να υπονομεύουν το κράτος δικαίου. Μερικές μάλιστα φορές, μπορεί να αποκτούν και τέτοια ισχύ, που να τραυματίζουν τη δημοκρατία – όπως στην Πολωνία ή την Ουγγαρία. Συνηθέστερο όμως είναι το φαινόμενο να διαμορφώνονται λαϊκίστικες/δεξιές συμμαχίες, που απλώς και μόνο δυσχεραίνουν τις χώρες να αντιμετωπίσουν τα πλέον πιεστικά προβλήματά τους, καθώς προσφέρουν λύσεις-οφθαλμαπάτες.
Αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη. Το επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα χρειαστεί να λάβει βαρύτατες αποφάσεις για τη θεσμική μεταρρύθμιση της ΕΕ, για την ενεργειακή ασφάλεια, για την κλιματική κρίση, για τη στήριξη της Ουκρανίας. Αν το ¼ των μελών του αρνούνται να καταπιαστούν σοβαρά με αυτά τα θέματα, τότε τα προβλήματα είναι απίθανο να λυθούν. Η σκληρή Δεξιά δεν χρειάζεται να καταλάβει την εξουσία ή και να ελέγξει τους μοχλούς της για να φέρει τα προβλήματα σε αδιέξοδο.
©The Economist. Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα από ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com