Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΘΕΣΜΟΙ, ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ

Κοινωνία, θεσμοί, εμπιστοσύνη: Η ελληνική διαχρονική ασυμμετρία
Φωτ. Daniel SIMON/Gamma-Rapho via Getty Images
Ποιον ρόλο διαδραμάτισαν η οικονομική κρίση, η μη εφαρμογή των νόμων και η δημιουργία τετελεσμένων; Και σε ποιο βαθμό το ίδιο το ελληνικό σύστημα λειτουργεί  «αντισυστημικά», υπονομεύοντας τις προϋποθέσεις βιωσιμότητάς του; 

Γιατί οι μετρήσεις κοινής γνώμης σταθερά καταγράφουν μια απουσία εμπιστοσύνης στους περισσότερους θεσμούς και τη λειτουργία της δικαιοσύνης; Ποιον ρόλο διαδραμάτισαν προς αυτήν την κατεύθυνση γεγονότα όπως η οικονομική κρίση, διαχρονικές πρακτικές όπως η μη εφαρμογή των νόμων και η δημιουργία τετελεσμένων ή ακόμη η εισόρμηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη διαμόρφωση της συζήτησης που διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα; Και σε ποιο βαθμό το ίδιο το ελληνικό σύστημα λειτουργεί  «αντισυστημικά», υπονομεύοντας τις προϋποθέσεις βιωσιμότητάς του; 

Οι δημοσκοπήσεις της τελευταίας δεκαετίας, τουλάχιστον, δείχνουν διαρκή διάβρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και στο κράτος δικαίου. Οριακές αυξήσεις αυτών των χαμηλών ποσοστών καταγράφονται μόνο όταν αναζωπυρώνεται η προσδοκία για πολιτική αλλαγή, όπως συνέβη το 2015 και το 2019, αλλά σύντομα η ελπίδα μετατρέπεται σε διάψευση και τα ποσοστά κατακρημνίζονται. Είναι οι θεσμοί ανώριμοι ή το κράτος δεν σέβεται τους πολίτες; Θα μπορούσαν να συμβαίνουν και τα δύο, στη χώρα που τα ποσοστά εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είτε κανένας δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για αυτό είτε αυτοί που ενδιαφέρονται δεν έχουν τη δύναμη να μεταβάλουν τις υφιστάμενες αγκυλώσεις, με αποτέλεσμα μια παρατεταμένη κρίση που πλήττει το πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία. Ένας πρόσθετος παράγοντας είναι η διαστρεβλωτική εικόνα της πραγματικότητας που προκαλούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η οποία επηρεάζει καθοριστικά τις αντιλήψεις των πολιτών. 

Θεσμοί και οικονομική κρίση 

«Αν δει κανείς συγκριτικά την εξέλιξη των ποιοτικών δεικτών των θεσμών, διαπιστώνει ένα θετικό άλμα μεταξύ 1996 και 2004, και στη συνέχεια μια αποδυνάμωση, που βαθαίνει έντονα μετά την κρίση», επισημαίνει ο πρώην υπουργός και ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Τάσος Γιαννίτσης. Παρεμφερής εξέλιξη, προσθέτει, σημειώνεται και σε άλλες χώρες (π.χ. Ισπανία και Πορτογαλία), αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Όμως, οι δείκτες στις χώρες αυτές κινούνται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. «Το πολιτικό σύστημα, γενικότερα», εκτιμά ο κ. Γιαννίτσης, «δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την προστασία των θεσμών. Θεωρώ ότι, επιπλέον, η διεθνής κρίση του 2007 και η ΜΕΓΑ-κρίση στην Ελλάδα είχαν σημαντική επίδραση σε κρίσιμα επίπεδα: στην εξέλιξη της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα (κόμματα που κυβέρνησαν πριν από την κρίση και κόμματα που διαχειρίστηκαν την κρίση μέχρι σήμερα). Στην αδυναμία της πολιτικής να κατανοήσει τις μεγάλες αλλαγές στα προβλήματα και στις προσδοκίες της κοινωνίας, ιδίως των τμημάτων που δέχθηκαν τις ισχυρότερες ανατροπές. Και στην άρνηση της πολιτικής να δεχθεί, ότι πρέπει να “θυσιάσει” κάποιες πρακτικές, καθώς τα προβλήματα (μαζί με τις προοπτικές) απαιτούν διαφορετικές προτεραιότητες, ευαισθησίες και πολιτικές αντιμετώπισης, που, αναπόφευκτα, έρχονται αντιμέτωπες με προγενέστερες ισορροπίες και συμφέροντα. Το εκκρεμές δίλημμα είναι: εμμονή στο status quo και συνεχής διάβρωση “από τα μέσα” ή αλλαγές και ανακατατάξεις που έχουν τίμημα, αλλά θα δώσουν μια πιο ανθεκτική εξέλιξη στη χώρα και στη δημοκρατία, σε συνθήκες έντονης διεθνούς ρευστότητας και κινδύνων. Στο πρώτο σενάριο η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα που υστερεί συστηματικά (laggard), στο δεύτερο σε χώρα που ακολουθεί (follower)».

«ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ», ΕΚΤΙΜΑ Ο ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ, «ΔΕΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΗΚΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ. ΘΕΩΡΩ ΟΤΙ, ΕΠΙΠΛΕΟΝ, Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2007 ΚΑΙ Η ΜΕΓΑ-ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΧΑΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΕ ΚΡΙΣΙΜΑ ΕΠΙΠΕΔΑ: ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. ΣΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΙ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, ΙΔΙΩΣ ΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΔΕΧΘΗΚΑΝ ΤΙΣ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ. ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΝΑ ΔΕΧΘΕΙ, ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ “ΘΥΣΙΑΣΕΙ” ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ, ΚΑΘΩΣ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ, ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΑ, ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΕΣ ΜΕ ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ».

Σε πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis οι θεσμοί που διατηρούν την εμπιστοσύνη των πολιτών είναι: η οικογένεια 82%, οι Ένοπλες Δυνάμεις 58%, τα πανεπιστήμια 45%, από εκεί και κάτω το ισοζύγιο υψηλής και χαμηλής εμπιστοσύνης γίνεται αρνητικό για την Εκκλησία, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, το ΕΣΥ. Την πιο χαμηλή εμπιστοσύνη έχουν η κυβέρνηση, οι τράπεζες, το Κοινοβούλιο, τα ΜΜΕ, τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα. 

Κατά τη Λαμπρινή Ρόρη, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς ξεκινά σταδιακά στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας 2000 και επιδεινώνεται ραγδαία μέσα στην οικονομική κρίση. «Ήδη από 2008 η εμπιστοσύνη στο κοινοβούλιο είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Είναι περίπου ίση με την εμπιστοσύνη στο κοινοβούλιο της Ιρλανδίας, που επίσης είναι εξαιρετικά χαμηλή και βέβαια, και οι δύο χώρες έχουν χαμηλότερη εμπιστοσύνη στο κοινοβούλιο και από την Ισπανία. Μιλάμε για χώρες που σημειώνουν την περίοδο εκείνη τα χαμηλότερα επίπεδα στην ΕΕ. Μετά όμως στην Ελλάδα οι δείκτες κατακρημνίζονται κατά τη διάρκεια της κρίσης. Μπήκαμε δηλαδή στην κρίση με χαμηλή εμπιστοσύνη και μετά χειροτέρεψε. Παρατηρήθηκε μια στιγμιαία ανάκαμψη τον Ιανουάριο του 2015, απόρροια των προσδοκιών που δημιούργησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ ΑΝΕΛ, οι οποίες όμως σύντομα διαψεύστηκαν και μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους έπεσαν στο επίπεδο που ήταν και πριν. Από το 2019 υπήρξε σταδιακά μια μικρή άνοδος μέχρι το 2021, που πάλι δημιουργήθηκε η προσδοκία πολιτικής αλλαγής και υπήρχε επίσης η ειδική συνθήκη της πανδημίας. Τώρα πάλι βρισκόμαστε στο ναδίρ με πολίτες να δηλώνουν σε ποσοστά μέχρι 80% ότι δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς, ενώ ένα 22% πρόσφατα, σε έρευνα της People of Greece (QED), δήλωνε ότι συνολικά απορρίπτει τη δημοκρατία ως πολίτευμα».

Η μη εφαρμογή των νόμων 

Ο Παναγιώτης Πικραμμένος έχει την τριπλή ιδιότητα του πρώην δικαστή, βουλευτή και αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Έζησε το σύστημα από διαφορετικές θέσεις και πιστεύει ότι υπάρχει απογοήτευση και θυμός από το πολιτικό σύστημα, γενικά, και ότι η κυβέρνηση οφείλει να προσφέρει ένα όραμα, ένα νέο σχέδιο που θα προσφέρει ελπίδα στον κόσμο. «Ο λαϊκισμός και τα ακροδεξιά κόμματα μας δείχνουν ότι ο κόσμος θέλει άλλου είδους διαδικασίες και η άνοδός τους στέλνει και ένα μήνυμα σε όσους υπόσχονται και δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Ο κόσμος διαισθάνεται ότι με τις διαδικασίες μιας δημοκρατίας δυτικού τύπου δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και απελπίζεται με το ίδιο το σύστημα. Όταν χάνεται η ελπίδα, χάνονται όλα. Όμως πολλά μπορούν και πρέπει να γίνουν, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους! Είναι η ώρα για γενναίες μεταρρυθμίσεις, να αλλάξει η δομή του κρατικού μηχανισμού. Παλαιά υπήρχε η δυνατότητα εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Τώρα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και ο κόσμος, εξαιτίας των μεγάλων ανισοτήτων, αισθάνεται μπλοκαρισμένος. Για εμένα, η μεγαλύτερη αστοχία του κράτους και προσβολή απέναντι στον πολίτη είναι να υπάρχουν νόμοι που δεν εφαρμόζονται. Έχει σημασία η δυνατότητα εφαρμογής του νόμου. Πάρτε για παράδειγμα τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό. Δεν ευθύνεται το Συμβούλιο της Επικρατείας για την καθυστερημένη κρίση συνταγματικότητάς του, γιατί δεν κατατέθηκαν αιτήσεις ακύρωσης στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Τι συμπεράσματα βγάζουμε από αυτό; Ότι όταν υπάρχει καθυστερημένη διάγνωση της συνταγματικότητας ενός νόμου, επέρχεται ανασφάλεια στην κοινωνία, πλήττεται το αίσθημα δικαίου και η οικονομική ανάπτυξη. Και επειδή αργεί η δικαστική κρίση, η μη εφαρμογή του νόμου επιτρέπει τη δημιουργία πραγματικών καταστάσεων, π.χ., αυθαίρετα, οι οποίες δύσκολα ανατρέπονται, για κοινωνικούς λόγους. Αυτή είναι μια κατάσταση που διαρκώς αναπαράγεται».

Πώς εξηγείται, όμως, ότι η κοινωνία συσπειρώνεται διαχρονικά γύρω από τις ένοπλες δυνάμεις, τα Σώματα Ασφαλείας, την Εκκλησία, ενώ η δικαιοσύνη, τα κόμματα, τα ΜΜΕ βρίσκονται πολύ χαμηλά, τουλάχιστον στις δημοσκοπήσεις; «Διαχρονικά», παρατηρεί η κυρία Ρόρη, «η εμπιστοσύνη στο πολιτικό προσωπικό είναι ιδιαίτερα χαμηλή, καθώς και η εμπιστοσύνη σε πολιτικούς θεσμούς που συνδέονται με την εκπροσώπηση συμφερόντων όπως τα κόμματα, τα συνδικάτα και τα κοινοβούλια, όπως και σε διεθνείς οργανισμούς, όπως η ΕΕ και το ΔΝΤ, ενώ αυξάνεται όταν πρόκειται για θεσμούς όπως τα Σώματα Ασφαλείας, ο Στρατός, η Εκκλησία. Πρόκειται για θεσμούς που γίνονται αντιληπτοί περισσότερο με μια κοινωνική διάσταση, παρά πολιτική. Ασυνείδητα ή συνειδητά οι πολίτες θεωρούν τους θεσμούς αυτούς ως ενοποιητικούς παράγοντες του κοινωνικού σώματος, που προσφέρουν ασφάλεια ή πνευματική συνοχή εντός της κοινωνίας. Ειδικά στη σημερινή εποχή, όπου υπάρχει πλέον μια βαθιά ριζωμένη ανασφάλεια στους πολίτες −οικονομική, κοινωνικο-πολιτισμική, υπαρξιακή ανασφάλεια γύρω από τις φυσικές καταστροφές− μέσα στις λεγόμενες κοινωνίες των πολυκρίσεων και της διακινδύνευσης, οι πολίτες που είναι εν γένει δύσπιστοι και απομαγεμένοι από τους θεσμούς, βλέπουμε να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη επιείκεια και εμπιστοσύνη τους θεσμούς αυτούς που είτε μειώνουν είτε νομίζουν ότι μπορούν να μειώσουν τους κινδύνους και άρα τις ανασφάλειές τους».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δικαιοσύνη και δικαστές 

«Και ποια είναι η λύση;», διερωτάται ο Ιωάννης Σαρμάς, τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. «Να αναλάβουν να λύσουν οι στρατιωτικοί τα προβλήματα του τόπου; Αυτές οι αντιλήψεις είναι άκρως ανησυχητικές, ιδίως όταν έχει υποχωρήσει τόσο πολύ η εμπιστοσύνη στη Βουλή, στα πολιτικά κόμματα και στην κυβέρνηση». 

Ένα εντυπωσιακό στοιχείο των μετρήσεων κοινής γνώμης το τελευταίο διάστημα είναι η μειούμενη εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη. «Υπάρχει βαθύτατη αμφισβήτηση για στοιχειώδεις παραδοχές της έννομης τάξης», επισημαίνει ο κ. Σαρμάς. «Για παράδειγμα, στην περίπτωση της αναζήτησης ποινικών ευθυνών για τους θανάτους που προέκυψαν από τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, στην κοινή γνώμη φαίνεται να καλλιεργείται η παραδοχή ότι, εφόσον συνέβη η σύγκρουση, υφίσταται αντικειμενική ποινική ευθύνη του αρμόδιου υπουργού και της κυβέρνησης. Είναι μια αντίληψη ξένη προς το Ποινικό μας Δίκαιο, το οποίο απορρίπτει τα αμάχητα τεκμήρια ενοχής, και απαιτεί, στις περιπτώσεις αυτές, απόδειξη αμέλειας ή ενδεχόμενου δόλου. Βεβαίως, για να κινηθεί η ποινική διαδικασία, αρκούν και ενδείξεις αμέλειας ή ενδεχόμενου δόλου». Οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης δεν υπονομεύουν το κύρος του θεσμού, όταν κάποιοι φτάνουν να μιλούν για αρνησιδικία; «Ναι, όντως, αλλά πρέπει να τονιστεί το εξής: Υφίσταται μια ασυμμετρία στη δικαιοσύνη. Εισάγονται στα δικαστήρια περισσότερες υποθέσεις από ό,τι μπορούν οι δικαστές, ακόμη και με εξοντωτική προσπάθεια, να διεκπεραιώσουν. Δεν ευθύνονται ατομικά οι δικαστές για τη συνολική εικόνα στις καθυστερήσεις, και δεν επιλύεται το πρόβλημα της βραδύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης με τη λήψη πειθαρχικών μέτρων. Αυτά βοηθούν, αλλά βοηθούν ελάχιστα. Αυτό που χρειάζεται είναι διαρκής επαγρύπνηση σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, ώστε αυτό να μη γεννά διαφορές που μπορεί να αποφευχθούν, και σε επίπεδο δικονομίας ώστε να βρίσκεται η πιο αποτελεσματική διαδικασία», σημειώνει. Όσο για την πρόταση του ΠΑΣΟΚ στην αναθεώρηση του Συντάγματος, να οριστεί μια περίοδος τεσσάρων ετών προτού να έχουν οι δικαστές αυτό το δικαίωμα, ο κ. Σαρμάς πιστεύει ότι αυτή η μεταβολή μπορεί να γίνει και με απλό νόμο. «Πιστεύω όμως ότι θα ήταν δυσανάλογη. Υπερακοντίζει σε αυστηρότητα τον λόγο για τον οποίο προτείνεται να εισαχθεί. Πρώτον, μπορεί η κυβέρνηση να αλλάξει και η νέα κυβέρνηση να είναι πολιτικά αντίθετη σ’ αυτήν που είχε επιλέξει σε θέση ηγεσίας τον δικαστικό λειτουργό που συνταξιοδοτήθηκε. Και έπειτα, ο δικαστής που συνταξιοδοτήθηκε μπορεί να προσφέρει πολλά και μετά τη συνταξιοδότησή του. Γιατί να τον στερηθεί το Κράτος; Για να αποκλείσουμε μια υπαρκτή πράγματι παθογένεια, που αφορά όμως λιγότερες από το 5% των περιπτώσεων, θα αποκλείσουμε μια δημόσια ωφέλεια που θα προκύπτει από το υπόλοιπο ποσοστό. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν άλλα ηπιότερα μέσα, όπως λ.χ. ο έλεγχος, ίσως και η έγκριση, από μια επιτροπή της Βουλής περιπτώσεων ανάληψης κρατικών θέσεων από συνταξιοδοτηθέντες δικαστές».

Αντικειμενικές και υποκειμενικές παράμετροι 

Μπορούμε, άραγε, να αντλήσουμε συμπεράσματα με βάση τα παραπάνω στοιχεία για το πώς διαμορφώνονται οι κοινωνικές αντιλήψεις για το θεσμικό μας πλαίσιο; «Υπάρχουν δύο διαστάσεις», εξηγεί η κυρία Ρόρη. «Η μία αφορά την αντικειμενική λειτουργία των θεσμών, την ποιότητα των υπηρεσιών του κράτους, τη λειτουργία της δικαιοσύνης, το κράτος δικαίου, όπως αυτή μετράται από διεθνείς οργανισμούς και επιστημονικούς φορείς, όπως Polity Score, Freedom House, Economist, V Dem, μετρώντας επιμέρους δείκτες αποτίμησης της δημοκρατίας σε συγκριτικό επίπεδο. Και η δεύτερη αφορά τις κοινωνικές αντιλήψεις. Δηλαδή το πώς οι πολίτες στέκονται έναντι της λειτουργίας των θεσμών. Οι μετρήσεις που έχουμε και για τα δύο (πρώτον διεθνείς οργανισμοί, δεύτερον έρευνες γνώμης) δείχνουν μια πτωτική τάση τα τελευταία χρόνια. Είναι μια τάση που με διακυμάνσεις αφορά πλέον πολλές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Το ότι έχουν την ίδια πτωτική κατεύθυνση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι αντιλήψεις των πολιτών αντικατοπτρίζουν την πραγματική λειτουργία των θεσμών. Φυσικά υπάρχουν ζητήματα λειτουργίας των θεσμών αντικειμενικά. Υπάρχει όμως και η υποκειμενική διαμόρφωση της πραγματικότητας, έτσι όπως γίνεται σήμερα μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά, ειδικά για τη χώρα μας, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα η εμπιστοσύνη στα συμβατικά μέσα ενημέρωσης είναι πενιχρή, σε αντίθεση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που είναι σχεδόν μυθοποιημένα από τους Έλληνες ως ακηδεμόνευτα και αφιλτράριστα». 

«ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ», ΕΞΗΓΕΙ Η ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΡΟΡΗ. «Η ΜΙΑ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ, ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΜΕΤΡΑΤΑΙ ΑΠΟ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ. ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ, ΤΟ ΠΩΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ. ΟΙ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΟ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΜΙΑ ΠΤΩΤΙΚΗ ΤΑΣΗ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ. ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΤΑΣΗ ΠΟΥ ΜΕ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ ΑΦΟΡΑ ΠΛΕΟΝ ΠΟΛΛΕΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ. ΤΟ ΟΤΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΟΤΙ ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ».

Η κοινωνική αντίληψη, προσθέτει, για την πολιτική πραγματικότητα διαμορφώνεται από πλήθος παραγόντων που έχουν να κάνουν με τα ατομικά χαρακτηριστικά (εκπαίδευση, ηλικία, εισόδημα, κοινωνική τάξη, οικογενειακές καταβολές, πολιτική κοινωνικοποίηση κ.ά.), τους παράγοντες του ευρύτερου πλαισίου (οικονομική κατάσταση της χώρας, λειτουργίας των θεσμών, της ευρωστίας ή μη της κοινωνίας πολιτών). «Όμως», συνεχίζει η κυρία Ρόρη, «υπάρχει και ένας πολύ κρίσιμος παράγοντας διαμόρφωσης αντιλήψεων, που είναι ο τρόπος πληροφόρησης των πολιτών, ειδικά μέσα από τα ΜΚΔ. Είναι σχετικά πρόσφατο μέσο και ενώ γίνονται διαρκώς έρευνες για το πώς επηρεάζουν, η αλήθεια είναι ότι λίγο ξέρουμε ακόμα τον πραγματικό τους αντίκτυπο, δηλαδή τον μηχανισμό μέσω του οποίου μπορούν και διαμορφώνουν μια παραποιημένη εκτίμηση της πραγματικότητας. Η διασπορά ψευδών ειδήσεων, ο κατακερματισμός των κοινών σε echo chambers ή ο τρόπος επιρροής της θέασης μέσα από τα filter bubbles ή ακόμη περισσότερο τα λεγόμενα bots, όλες αυτές είναι νέες τεχνικές που επηρεάζουν τον αλγόριθμο της έκθεσης του καθενός σε ειδήσεις, νέα και εντυπώσεις για τη λειτουργία των θεσμών και της δημοκρατίας. Υπάρχει δηλαδή από την ίδια τη φύση του μέσου −των ΜΚΔ− μια τάση παραποίησης της πραγματικότητας, η οποία δεν μπορεί παρά να έχει πολιτικές συνέπειες».

Ένα «αντισυστημικό» σύστημα;

Μπορεί να πιεστεί το πολιτικό σύστημα για να κινηθεί σε πιο συντηρητικές ή και σε λαϊκιστικές προσεγγίσεις; Ναι, απαντά η κυρία Ρόρη. «Η εικόνα που διαμορφώνεται γύρω από την αδυναμία των πολιτικών ελίτ των κατεστημένων κομμάτων να κατανοήσουν τις δυσκολίες και τα παράπονα των πολιτών, ταυτόχρονα με μια αίσθηση κακής λειτουργίας του κράτους και χαμηλής εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στη δημοκρατία, διαμορφώνει μια τέτοια τάση. Σε ψυχικό επίπεδο, αυτό εκφράζεται με μια στάση συντήρησης της υφιστάμενης κατάστασης ή αντίδρασης και επιθυμίας επιστροφής στο status quo ante. Δηλαδή σε μια παλαιότερη πραγματική ή φαντασιακή κατάσταση. Η νοσταλγία και η αίσθηση ματαίωσης οδηγεί τους πολίτες είτε σε συντηρητικές είτε σε αντιδραστικές επιλογές. Σε πολιτικό επίπεδο οδηγεί στην άνοδο ακροδεξιών κομμάτων και αυταρχικών ηγετών. Εμφανίζονται δηλαδή νέες ή παλιές πολιτικές ελίτ ως δήθεν αντισυστημικές, αντικαθεστωτικές, δήθεν στην υπηρεσία των οργισμένων και απομαγεμένων πολιτών, με υποσχέσεις θεραπείας των δεινών, παροχής ασφάλειας ή ελέγχου των κινδύνων. Εντέλει αυτό που γίνεται είναι ότι ολοένα και περισσότεροι πολίτες που δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς και τη δημοκρατία τίθενται στην υπηρεσία αυταρχικών και λαϊκιστικών ηγετών».

Λέγεται συχνά ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, είναι όμως έτσι;. Πόσο πιθανό είναι να αλλάξει η κατάσταση και να μπορέσουν το πολιτικό σύστημα, η δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, να επαναπροσεγγίσουν τους απογοητευμένους ή αγανακτισμένους πολίτες και οι πολίτες να ανταποκριθούν; «Άλλο θέμα είναι να έχει μια χώρα θεσμούς», επισημαίνει ο κ. Γιαννίτσης, «και άλλο αυτοί να λειτουργούν αποτελεσματικά. Το ερώτημά σας είναι πώς ένα “σύστημα”, που μάλιστα λειτουργεί αντισυστημικά, με την έννοια ότι δημιουργεί το ίδιο συνθήκες αμφισβήτησής του, θα συγκρουστεί με τον εαυτό του για να ξεπεράσει την καθοδική του τάση και να πάει σε αντίθετη κατεύθυνση. Δύσκολο, αλλά θεωρητικά εφικτό. Προϋποθέτει τεράστιο κεφάλαιο υπευθυνότητας: μια γενικευμένη εγρήγορση και κινητοποίηση, σοβαρές αλλαγές πρακτικών, προσαρμογές κανόνων και μεταρρυθμίσεις, θέσπιση νέων θεσμικών κανόνων για την αντιμετώπιση νέων κοινωνικών προβλημάτων και απειλών. Ουσιαστικά, αν αυτό δεν συμβεί, χωρίς ισχυρούς θεσμούς και αποτελεσματική δημοκρατία, θα διαμορφώνονται δύο επικίνδυνες τάσεις: πολίτες και ελίτ θα ωθούνται να αναζητήσουν απαντήσεις σε εξωθεσμικές διαδικασίες (βία, αυταρχισμός, αυθαίρετες πρακτικές και εξωγενείς παρεμβάσεις, κατάργηση δικαιωμάτων), ενώ θα παραμερίζονται αξίες, ηθικοί κώδικες δεκαετιών και κατακτήσεις που επιτεύχθηκαν με αιματηρό τρόπο. Το ρίσκο της επόμενης δεκαετίας είναι πρωτόγνωρο».





ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ