ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΝΑ ΠΕΡΙΣΩΣΕΙ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ;
- 04.03.25 12:03

Η – ραγδαία – υποχώρηση της εμπιστοσύνης των Ελλήνων στους θεσμούς, και εντελώς ιδιαίτερα στην Δικαιοσύνη, έτσι όπως καταγράφεται δημοσκοπικά με επιδεινούμενη τάση, με αντίστοιχα ανερχόμενο μηντιακό κύμα αμφισβήτησης, αλλά και πολιτικά απ’ όλες τις πλευρές της Αντιπολίτευσης με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, δημιουργεί πλέον μιαν ανησυχητική κατάσταση.
Η «απάντηση» των κυβερνητικών εδράνων – και του φίλιου μηντιακού χώρου, ο οποίος όμως συρρικνώνεται –, έτσι όπως θεώρησε κάθε αμφισβήτηση υπονομευτική των θεσμών και συνακόλουθα της σταθερότητας, πάλι σε φόντο Τεμπών – καταλήγει να τροφοδοτεί ακόμη περισσότερο την υποχώρηση της εμπιστοσύνης. Δεν είναι τυχαίο που η (απερχόμενη) Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, προερχόμενη από την κορυφή της Δικαιοσύνης, έστω και υπό συνθήκες δωδεκάτης ώρας προσήλθε στην συζήτηση με βαρύτητα λόγου.Και, αφού αναγνώρισε πόνο και θυμό στην κοινωνία, είπε: «Το δυστύχημα και τα ανοικτά ερωτήματα που το συνοδεύουν κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Το αίτημα για αλήθεια, λογοδοσία και απονομή δικαιοσύνης είναι πάνδημο και θεμελιώδους σημασίας για την Πολιτεία μας». Προσεκτική, αλλά ξεκάθαρη η διατύπωση.
ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΧΑΜΗΛΩΜΕΝΑ
Το κλίμα που θα επικρατήσει στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων για την…
Η αίσθηση ότι κάτι πρέπει να γίνει/κάτι πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση της (συμβολικής έστω) ανάκτησης της εμπιστοσύνης δίνει νέα επικαιρότητα σε μια δημόσια συζήτηση γύρω από τους θεσμούς και την – επικείμενη, οψέποτε η Κυβέρνηση ανακτήσει την ψυχραιμία της μετά τις διαδικασίες στην Βουλή για την τραγωδία των Τεμπών – συνταγματική αναθεώρηση. Η οποία πλέον καλείται να λειτουργήσει ως βαλβίδα εκτόνωσης της αμφισβήτησης των πολιτών προς τους θεσμούς. Ασφαλώς και δεν εμπεδώνεται η εμπιστοσύνη με χειρισμούς νομικούς, όμως και η αυτάρεσκη ακινησία αποδεικνύεται τραυματιστική.
Έτσι, αποκτά νέα επικαιρότητα η (δεύτερη κατά σειράν) διοργάνωση συζήτησης για την επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση από την διαΝΕΟσις που – μετά τα θέματα της Βουλής – επέλεξε να προσεγγίσει ακριβώς τα της Δικαιοσύνης. Δηλαδή… να μπει στο ναρκοπέδιο της τωρινής δημόσιας συζήτησης που , όσο κι αν ξορκίζεται με εκκλήσεις για μη-διατάραξη «της σταθερότητας» από την εντεινόμενη αμφισβήτηση, έχει μπολιαστεί όπως είδαμε με την έλλειψη της εμπιστοσύνης (και) στην Δικαιοσύνη.
Οι συμμετέχοντες, σχεδόν όλοι από τον χώρο – δικαστικοί, πανεπιστημιακοί, δικηγόροι – είχαν (και το έδειξαν) συναίσθηση ότι παρόμοιες συζητήσεις διεξάγονται «σε μια εποχή όπου πρωταγωνιστούν οι συγκυρίες και η τοξικότητα»: η διατύπωση ανήκει στον αρεοπαγίτη Κ. Λυμπερόπουλο, ο οποίος επίσης σε μια αποστροφή του λόγου του αναφέρθηκε στην «αμήχανη άσκηση πολιτικής» που συμβάλλει στην εν λόγω διάβρωση της εμπιστοσύνης.
Είχε ενδιαφέρον πώς η δημοσιογράφος – και διευθύντρια σύνταξης του NBDaily, το οποίο άλλωστε κάλυψε διεξοδικά την συζήτηση με την γραφίδα του Γ. Γούλα – Ελευθερία Κόλλια, βρέθηκε να συνηχεί αυτήν την ανησυχία, όταν αναφέρθηκε στην «σκιά εναγκαλισμού» κυβερνώντων και δικαστών, η οποία ακριβώς «ενισχύει την αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης». Σε μια συζήτηση απ’ όπου δεν έλλειψαν οι βιβλικές αναφορές, δεν μπορούσε να μην ακουσθεί το «εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται;» Στον καφέ (εκεί όπου ούτως ή άλλως γίνονται οι ουσιαστικότερες συζητήσεις) αυτή η αναφορά θεωρήθηκε ότι αποκρυστάλλωνε περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο το κλίμα της συζήτησης…
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΠΟΥ Η (ΑΠΕΡΧΟΜΕΝΗ) ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΩΔΕΚΑΤΗΣ ΩΡΑΣ ΠΡΟΣΗΛΘΕ ΣΤΗΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΛΟΓΟΥ.ΚΑΙ, ΑΦΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΘΥΜΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΕΙΠΕ: «ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΟΙΚΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΟ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΚΛΟΝΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ. ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΔΗΜΟ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΟΥΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΜΑΣ». ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΗ, ΑΛΛΑ ΞΕΚΑΘΑΡΗ Η ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ.
Κι αν αυτή η κατάθεση προήλθε «εκτός των τειχών», εκείνη του βετεράνου της δικηγορίας – θα λέγαμε σήμερα του business law, πλην έζησε από κοντά όλη την επιχειρηματική ζωή από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι σήμερα – Γιάννη Δρυλλεράκη έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων για κάτι εξίσου σημαντικό: το πώς, ειδικά σε μείζονος οικονομικού ενδιαφέροντος υποθέσεις, η δικαστική ερμηνεία των κειμένων διατάξεων θα έπρεπε να μην καταλήγει σε «αλλοίωση βάσει προσωπικών, πολιτικών ή κοινωνικών απόψεων». Για όσους έχουμε ζήσει τα κύματα της Μεταπολίτευσης, αυτή η τοποθέτηση Δρυλλεράκη – καθώς και η επισήμανση για ανάγκη διάκρισης (ή ισορροπίας;) μεταξύ ελέγχου νομιμότητας και ελέγχου σκοπιμότητας – φέρνει πολλές περιπτώσεις στον νου. Όπως, άλλωστε, και η πολύτιμη επισήμανση του ότι ο δικαστής είναι σκόπιμο να έχει κατά νουν ότι η αιτιολογία της απόφασης – και μάλιστα στην διοικητική δίκη – οφείλει να «απαντά ουσιαστικά και στον ηττώμενο διάδικο». [Δύσκολη μια τέτοια παραδοχή σε μια Δικαιοσύνη όπου επικρατούν λογικές του τύπου «αναντίλεκτα»: βέβαια, αυτή η αυτάρεσκη διατύπωση έχει καταγραφεί από την κορυφή της Πολιτικής Δικαιοσύνης. Όμως… δεν δείχνει μια γενική νοοτροπία;].
Από τον ακαδημαϊκό χώρο, ο Αντώνης Καραμπατζός – Καθηγητής Αστικού στο ΕΚΠΑ – αφού προσήλθε με στοιχεία για τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης από διεθνείς εκθέσεις, οι οποίες «αφύπνισαν το Ελληνικό πολιτικό σύστημα και τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης […] πράγμα που αποτελεί θετική εξέλιξη» απήχησε και την αξιολόγηση της κατάστασης από την ΠτΔ όταν παρατήρησε ότι «άμα κλονισθεί η εμπιστοσύνη στην Δικαιοσύνη», τότε προκύπτει μείζον ζήτημα «για την κοινωνική ειρήνη και την συνοχή της κοινωνίας».
Ωστόσο, από τον ίδιο Αντ. Καραμπατζό, όπως και από άλλους συμμετέχοντες, ανακινήθηκε και το ζήτημα της ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Το οποίο, από την δημόσια συζήτηση του Ινστιτούτου Τσίπρα «για Κράτος Δικαίου, Δημοκρατία και Δικαιοσύνη» και μέχρι την πιο πρόσφατη διοργάνωση του ΠΑΣΟΚ «για την Δικαιοσύνη και την θεσμική θωράκιση του Κράτους Δικαίου» έθεσε στο κέντρο των συζητήσεων την ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα ζητήματα, ζητήματα κυρίως εσωτερικής ωριμότητας και συναίσθησης ευθύνης των λειτουργών της, εδώ η συνταγματική ευκαιρία – «η στιγμή της αναθεώρησης» – μπορεί να δώσει ένα σήμα αλλαγής.
Μπορεί η πρόσφατη εξέλιξη, της υποβολής γνωμοδότησης από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων (με μυστική μάλιστα ψηφοφορία) καταλόγου υποψηφίων για τις κορυφαίες θέσεις να «εγκλωβίζει την διακριτική ευχέρεια» της Κυβέρνησης για τον ορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης κατά την διατύπωση του Κωνσταντίνου Γώγου, Καθηγητή της Νομικής στο ΑΠΘ αλλά… αρκεί; [Σημειωτέον ότι και αυτή η αλλαγή στον μηχανισμό ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, που κατά το ΣτΕ αποτελεί «κρίση ευρείας διακριτικής ευχέρειας» από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως δημοκρατικά νομιμοποιημένο όργανο, επήλθε μετά από φορτικές υποδείξεις/πιέσεις των Βρυξελλών. Πάλι από τον καφέ της συνάντησης της διαΝΕΟσις: «αρκετά προσβλητική, αυτή η κατάσταση»].
Από τον ίδιο Κ. Γώγο ανακινήθηκε και η δυσπιστία που προκύπτει από «τον πολλαπλασιασμό των θέσεων Αντιπροέδρων στα ανώτατα δικαστήρια» καθώς οι θέσεις αυτές θεωρήθηκε ότι λειτουργούν ως κίνητρο προκειμένου να εκμαιεύεται φιλικότερη στάση προς την (εκάστοτε) Κυβέρνηση! Η ίδια αυτή κριτική, σημειωτέον, ακούστηκε και στις διοργανώσεις του Ινστιτούτου Τσίπρα καθώς και του ΠΑΣΟΚ – όπου με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση ανακινήθηκε και το ζήτημα της θεσμοθέτησης ενός διαστήματος κάποιων χρόνων μετά την αφυπηρέτηση ανώτατων δικαστικών μέχρι τον – ενδεχόμενο – ορισμό τους σε Ανεξάρτητες Αρχές ή άλλες υψηλά αμειβόμενες θέσεις του δημοσίου τομέα. [Πάλιν, εδώ, θα μας επιτραπεί μεταφορά συζήτησης από τον καφέ: «Καλή η δυσπιστία έναντι συνταξιούχων δικαστών στις Ανεξάρτητες Αρχές. Αλλά σκέψου ΑΔΑΕ χωρίς Χρήστο Ράμμο και ΑΠΔΠΧ χωρίς Κώστα Μενουδάκο!»].
Από την πλευρά της οικονομίας, επίσης προσερχόμενος «εκτός των τειχών» ο Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών του ΕΚΠΑ Παν. Πετράκης σημείωσε ότι η όποια μεταρρυθμιστική πρόταση στα πλαίσια συνταγματικής αναθεώρησης «ενσωματώνει συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές παραδοχές», με έμφαση στην μέριμνα για την συνολική κοινωνική ευημερία. Καθώς και στην ενσωμάτωση της επίγνωσης του μακροπρόθεσμου ορίζοντα στην εν λόγω μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Κάπου προς το τέλος των εργασιών της συνάντησης που οργάνωσε η διαΝΕΟσις, ο λόγος δόθηκε στον δικηγόρο, αλλά και υπουργό Δικαιοσύνης επί ΣΥΡΙΖΑ, Μιχάλη Καλογήρου. Και αυτός αναφέρθηκε στις ποικίλες προτάσεις για την ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης (άλλωστε ήταν ο και διοργανωτής της συζήτησης από το Ινστιτούτο Τσίπρα), με την πρόταση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για εκλογή της ηγεσίας από το ίδιο το δικαστικό σώμα να βρίσκεται απέναντι στην δημιουργία μεικτού εκλεκτορικού σώματος (δικαστές, δικηγόροι, πανεπιστημιακοί), ή και με ανάθεση ρόλου στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση των πολιτικών κομμάτων. [Βέβαια… τώρα, με την μετάβαση σε μονόχρωμο ΠτΔ, αυτή η εκδοχή δεν ακούγεται και τόσο πολιτικά συμπεριληπτική…]. Ο Μ. Καλογήρου δεν θα μπορούσε να αποφύγει το ερώτημα πώς αισθάνθηκε ο ίδιος όταν – ως υπουργός Δικαιοσύνης – χρειάστηκε να εισηγηθεί επιλογή ηγεσίας. Περιέγραψε μια στάθμιση πολλών παραγόντων – μεταξύ των οποίων αποδοχή των υποψηφίων από συναδέλφους καθώς την εξωστρέφειά τους (συνέδρια, αρθρογραφία) και την δημόσια στάση τους σε θέματα Δικαιοσύνης. Ζήτησε όμως από τους συμμετέχοντες να πιστέψουν ότι οι ημέρες εκείνες της επιλογής ήταν από τις πιο άγρυπνες της ζωής του – και ότι έχει πάντως την υπερηφάνεια ότι οι τελικώς επιλεγέντες… το έμαθαν από τον Τύπο, καθώς δεν υπήρξε καμιά διαρροή.