Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΠΩΣ ΜΙΑ «ΧΑΛΑΡΗ» ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΕΝΑΝ ΜΙΚΡΟ ΣΕΙΣΜΟ

Πώς μια «χαλαρή» αναμέτρηση προκάλεσε έναν μικρό σεισμό
Όλα συνέβησαν ως εάν η κάλπη της 9ης Ιουνίου να αποκάλυψε μαζί και ξαφνικά όλες τις αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Γιάννης Βούλγαρης, Στράτος Φαναράς, Γεράσιμος Μοσχονάς, Βασιλική Γεωργιάδου, Παναγής Παναγιωτόπουλος και Γιώργος Μουρούτης μιλούν στην Οικονομική Επιθεώρηση για την αποχή, την άνοδο της ακροδεξιάς, την ελληνική εκδοχή του κυρίαρχου κόμματος, τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης, αλλά και το ρόλο των social media, που έχουν αλλάξει πλέον τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού.

Οι Eυρωεκλογές δεν ήταν Eυρωεκλογές ή ήταν λιγότερο Eυρωεκλογές από κάθε προηγούμενη φορά. Η Ευρώπη ήταν απούσα, είναι αμφίβολο αν θα συγκινούσε τους ψηφοφόρους ούτως ή άλλως, και το εγχώριο πολιτικό σύστημα έτρωγε τις σάρκες του σε όλη την προεκλογική περίοδο με θέματα που, από ό,τι φάνηκε, ελάχιστα απασχολούσαν την κοινή γνώμη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το «πόθεν έσχες» του Στέφανου Κασσελάκη. Εφόσον δεν υπήρξε ένα σημαντικό διακύβευμα, μόλις 4 εκατ. ψηφοφόροι πήγαν να ψηφίσουν καταγράφοντας ένα ιστορικό και θηριώδες ποσοστό αποχής που έφτασε στο 60%! Η απουσία της ψήφου έφερε εξίσου ηχηρά πολιτικά αποτελέσματα με την παρουσία της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να κάνει έναν άνευρο ανασχηματισμό, ο Στέφανος Κασσελάκης πιέζεται από το κόμμα του να θυσιαστεί για τη μεγάλη Κεντροαριστερά, και ο Νίκος Ανδρουλάκης αντιμετωπίζει εξέγερση για την ηγεσία στο ΠΑΣΟΚ. Δίπλα τους η Ακροδεξιά έφτασε για πρώτη στο 20%.    

Πώς έγινε και μια εκ παραδόσεως χαλαρή αναμέτρηση προκάλεσε έναν μικρό σεισμό, αποκαλύπτοντας όλες τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος; Οι αριθμοί περιγράφουν καλύτερα από τις λέξεις την κατάσταση. Η ΝΔ έπεσε από το 41% του 2023 και το 33% των Ευρωεκλογών του 2019 στο περίπου 28%, χάνοντας από τις βουλευτικές εκλογές του 2023 περίπου 1 εκατ. ψηφοφόρους, που αντιστοιχούν στο 46% του εκλογικού της σώματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 340.000 ψηφοφόρους, το 36% της δύναμής του, μέσα σε ένα χρόνο και το ποσοστό του καταγράφηκε στο περίπου 15%, πίσω από το 17% του 2023 που είχε θέσει ως στόχο. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε 72.000 ψηφοφόρους, αλλά έμεινε σε ένα προβληματικό περίπου 13% και δεν κέρδισε τη δεύτερη θέση όπως ζητούσε. 

Το πρόσωπο της αποχής 

Πώς αποκωδικοποιείται αυτή η στάση των πολιτών; Πρώτο κλειδί η αποχή. «Το ποσοστό συμμετοχής 41,4% επί των εγγεγραμμένων κινήθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα της μεταπολιτευτικής εκλογικής ιστορίας», παρατηρεί ο Στράτος Φαναράς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis. Η αμέσως χειρότερη επίδοση ήταν στις Ευρωεκλογές του 2009, με τη συμμετοχή να καταγράφεται στο 52,5%. 

Η μεγαλύτερη υποχώρηση της συμμετοχής σημειώθηκε στους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους −263.000 λιγότεροι επέλεξαν να ψηφίσουν−, και στους δεξιούς − 258.000 μείον. Η Νέα Δημοκρατία υποχώρησε στην Κεντροδεξιά και στη Δεξιά, 14 και 12 μονάδες αντίστοιχα, δηλαδή στην παραδοσιακή εκλογική βάση της. Ενδιαφέρον έχει ότι και στο Κέντρο, από το οποίο αντλεί την κυριαρχία του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κινήθηκε στο 22%, ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2023 βρισκόταν στο 36%. Στον ίδιο χώρο το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε στο 31%. Μια ακόμα ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι ότι σημειώθηκε τεράστια πτώση συμμετοχής στις παραγωγικές ηλικίες, ειδικότερα στην ομάδα 35 – 54 ετών, όπου η μείωση ξεπέρασε τους 650.000 ψηφοφόρους. Αν αυτό το εύρημα συνδυαστεί με την ακόμα μικρότερη συμμετοχή στις νεότερες γενιές, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το 53% των ψηφοφόρων των Ευρωεκλογών ήταν άνω των 55 ετών. 

«Αν υπάρχει ένα βασικό συμπέρασμα για τις εκλογές, είναι ότι η απόσταση των πολιτών, ιδίως των νεότερων, από τις κάλπες, και κατ’ επέκταση από το πολιτικό σύστημα, μεγαλώνει», παρατηρεί ο Στρ. Φαναράς. Με ό,τι σημαίνει αυτό για την ποιότητα και το μέλλον της δημοκρατίας. 

ΥΠΗΡΞΕ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΠΤΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ, ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ 35 – 54 ΕΤΩΝ, ΟΠΟΥ Η ΜΕΙΩΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΤΟΥΣ 650.000 ΨΗΦΟΦΟΡΟΥΣ. ΑΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ ΣΥΝΔΥΑΣΤΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΟΜΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΙΣ ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΓΕΝΙΕΣ, ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΟΤΙ ΤΟ 53% ΤΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΩΝ ΗΤΑΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 55 ΕΤΩΝ. «ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΒΑΣΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ, ΙΔΙΩΣ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΛΠΕΣ, ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ», ΠΑΡΑΤΗΡΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΦΑΝΑΡΑΣ.

Η διαιρετική τομή Αριστερά-Δεξιά 

Μήπως ξεθωριάζουν σταδιακά και οι ιδεολογίες και οι πολίτες αποφασίζουν με άλλα κριτήρια; «Υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και στα κόμματα», επισημαίνει ο Γεράσιμος Μοσχονάς, καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Την ίδια απόκλιση είχαμε και τον Απρίλιο του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκλογικά ισχυρός. Υπήρχε πολιτική μετατόπιση προς τα αριστερά, όμως δεν υπήρχε σημαντική αλλαγή σε ό,τι αφορούσε τις οικονομικές προτιμήσεις και αξίες του πληθυσμού. Αξιακή αλλαγή υπήρξε, αφορούσε τη στάση των Ελλήνων απέναντι στην Ευρώπη. Ωστόσο, παρά την πολιτική κυριαρχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν κατεγράφη τότε και αντίστοιχη αριστερή ιδεολογική κυριαρχία. Σήμερα δεν έχουμε αξιόλογη ιδεολογική μετατόπιση προς τα δεξιά, έχουμε όμως τη μεγάλη υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και την απουσία εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης. Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών κατέγραψε μια εξισορρόπηση ανάμεσα στη Δεξιά και στην Αριστερά, με ποσοστά 47,8% και 47,9% αντιστοίχως. Απλά στα αριστερά υπάρχει μεγαλύτερη πολυδιασπορά της ψήφου. Από το 1981 και μετά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι και τις εκλογές του 2019 καταγράφεται κυριαρχία της μη δεξιάς ψήφου. Στις δύο εκλογές του 2023 αυτό άλλαξε υπέρ της δεξιάς». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ΝΔ από το 2019 ως το 2023 κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή. Υπάρχει άλλη τέτοια ιστορική αναλογία; «Υπάρχουν πολλές. Θα αναφερθώ», απαντά ο κ. Μοσχονάς, «στην άνοδο στην εξουσία του Κώστα Καραμανλή το 2004 απέναντι σε ένα ασθενές ΠΑΣΟΚ. Και τότε θεωρήθηκε από πολλούς ότι υπήρχε ιδεολογική κυριαρχία της ΝΔ. Το 2009 η ΝΔ ηττήθηκε. Εξαρτάται από τον αντίπαλο. Τα πέντε χρόνια στην εξουσία είναι αρκετά για να εμφανιστούν οι αδυναμίες και η φθορά ενός κόμματος. Η πτώση της ΝΔ στις Ευρωεκλογές δεν είναι παράξενη, αλλά είναι μεγάλη, είναι 12 μονάδες, πάνω από το ψυχολογικά ανεκτό όριο των 7-8 μονάδων, γενικά υπήρξε πτώση των μεγάλων κομμάτων και ενίσχυση των μικρότερων. Αν σηματοδοτεί μια καμπή δεν το ξέρουμε, η πολιτική μάς εκπλήσσει πάντα και η ΝΔ έχει δεξαμενές. Απέναντί της δεν υπάρχει ένα ισχυρό κόμμα και ένας ισχυρός ηγέτης, τουλάχιστον προς το παρόν». 

Μια άτονη προεκλογική περίοδος 

Ο εκδότης και δημοσιογράφος Γιώργος Μουρούτης έζησε τις εκλογές ως υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΝΔ, μέσα στο προεκλογικό καμίνι. «Ήταν μια άτονη προεκλογική περίοδος», διηγείται. «Δεν αφορούσαν τον κόσμο αυτά που λέγαμε, και μιλάω για τους υποψήφιους όλων των κομμάτων, ούτε πολιτικά ούτε κοινωνικά. Η κυβέρνηση δεν θα άλλαζε και δεν μπορούσαμε να πείσουμε τους ψηφοφόρους ότι οι σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή του λαμβάνονται στις Βρυξέλλες και ότι η ψήφος τους είναι αναγκαία. Εμείς κάναμε την καμπάνια μας και παράλληλα η κοινωνία ζούσε τη δική της πιεστική καθημερινότητα. Στις συγκεντρώσεις έρχονταν ελάχιστοι και ακόμα και στους τηλεοπτικούς σταθμούς ο χρόνος που αφιερώθηκε στις Ευρωεκλογές ήταν περιορισμένος, ένδειξη του χαμηλού ενδιαφέροντος που προκαλούσαν». 

Στις περιοδείες του είδε πολλά επιμέρους ή τοπικά προβλήματα, τα οποία επηρέασαν την ψήφο, από την ένταση με τη Βόρεια Μακεδονία μέχρι την ένταση για την κατάργηση του πρωτοδικείου Θήβας. Ακροδεξιά ψήφο που να απειλεί τη ΝΔ δεν συνάντησε. «Στα δεξιά της ΝΔ», παρατηρεί, «υπήρχαν πάντα δυνάμεις που ήταν και ακροδεξιές και αντισυστημικές, και ενσωμάτωναν την ψήφο διαμαρτυρίας». Το 2024, οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας ήταν 720.000, το 2012 ήταν 1.112.000, «αλλάζει, δηλαδή, ανάλογα με τη συγκυρία, δεν πρόκειται ακριβώς για μια ακροδεξιά τάση», παρατηρεί, αλλά σε εκείνον κίνησε το ενδιαφέρον η απροθυμία των κεντρώων ψηφοφόρων να κινητοποιηθούν και να πάνε στην κάλπη.

Μορφές αντίδρασης στο μοντέλο του κυρίαρχου κόμματος

«Η αιτία της πτώσης της ΝΔ ήταν η αποχή, όχι αν έφυγαν οι ψηφοφόροι δεξιά ή αριστερά όπως παρουσιάστηκε στις πρώτες εκτιμήσεις», εκτιμά ο Γιάννης Βούλγαρης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να αναθεωρήσουν αυτόν τον τρόπο παρουσίασης των εκλογών, γιατί δημιουργούν μια αρχική παραμόρφωση στις ερμηνείες, δηλαδή παρακολουθεί η κοινωνία μια ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων πριν από τα εκλογικά αποτελέσματα. Δημιουργούνται εντυπώσεις και εικόνες που προσπαθούν αργότερα τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης, και κυρίως οι πολιτικοί, να τα προσαρμόσουν στα πραγματικά δεδομένα. Παραδείγματος χάριν σε αυτές τις εκλογές τονίστηκε πολύ το θέμα των απωλειών προς τα αριστερά και προς τα δεξιά, και ακούστηκαν διάφορες συμβουλές για το πού να στραφεί η κυβέρνηση, ενώ στην πραγματικότητα είχε το πρόβλημα της αποχής. Αυτό καθόρισε το προφίλ του εκλογικού αποτελέσματος».  

«ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΤΟΝΗ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ», ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΡΟΥΤΗΣ. «ΔΕΝ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΛΕΓΑΜΕ, ΚΑΙ ΜΙΛΑΩ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ, ΟΥΤΕ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΟΥΤΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ. Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΔΕΝ ΘΑ ΑΛΛΑΖΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΠΕΙΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥΣ ΟΤΙ ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ ΚΑΙ ΟΤΙ Η ΨΗΦΟΣ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ. ΕΜΕΙΣ ΚΑΝΑΜΕ ΤΗΝ ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΖΟΥΣΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΠΙΕΣΤΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ».

Η αποχή σε αυτές τις εκλογές ήταν η μεγαλύτερη στη μεταπολίτευση. Γιατί δεν πήγαν οι πολίτες στις κάλπες; Η αποχή έχει τουλάχιστον τρεις δικαιολογίες, κατά την άποψη του Γ. Βούλγαρη. Η πρώτη είναι ότι δεν υπήρχε εθνικό διακύβευμα, η δεύτερη ότι οι Ευρωεκλογές έτσι κι αλλιώς δεν κινητοποιούν τους ευρωπαϊκούς λαούς, και το τρίτο είναι ότι αθροίστηκαν οι όποιες δυσφορίες ή επιφυλάξεις για την απόδοση της κυβέρνησης των τελευταίων χρόνων. «Αυτό που έχει σημασία», προσθέτει, «είναι ότι έδειξαν οι Ευρωεκλογές ποιες μορφές αποστασιοποίησης του εκλογικού σώματος προκαλεί το μοντέλο του κυρίαρχου κόμματος χωρίς εναλλακτικές προτάσεις κυβερνησιμότητας, που είναι η απομάκρυνση, η αποχή, το “δεν έχει τόση σημασία να ψηφίσω”. Επιπλέον, με τη συγκέντρωση της επικοινωνίας και του πολιτικού κέντρου τόσο πρωθυπουργοκεντρικά σε ένα σύστημα που δεν έχει αντιπάλους και σε μια παράταξη που δεν έχει κόμμα −η ΝΔ δεν φημίζεται για την ικανότητα παραγωγής πολιτικής και στελεχών−, υπερεκθέτει την κορυφή της παράταξης και της κυβέρνησης, και συγκεντρώνει όλη τη δυσαρέσκεια σε αυτή. Από αυτή την άποψη έχουν ενδιαφέρον οι εκλογές, γιατί πιστοποιούν τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία αντιδρά στο κυρίαρχο κόμμα, ώσπου να δημιουργηθεί, αν δημιουργηθεί, στο ορατό μέλλον κάποιος εναλλακτικός πόλος με φιλοδοξίες να αποτελέσει κυβερνητική εναλλακτική λύση, που προς το παρόν δεν φαίνεται».  

Η κρίση της Αριστεράς

Θα μπορούσε, αν ευδοκιμήσουν οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, μια μεγάλη Κεντροαριστερά να αλλάξει τα δεδομένα; «Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια εύκολη ανασύσταση της Αριστεράς – Κεντροαριστεράς. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει ένα ερώτημα βαθύτατης ιστορικής κρίσης της Αριστεράς. Η επικράτηση του Κασσελάκη στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος που παρουσιάστηκε μετά την κρίση του 2010 ως το κόμμα της Αριστεράς, είναι μια πρωτοφανής υπόθεση. Η ίδια η Αριστερά δεν έχει ασχοληθεί επαρκώς και δεν έχει εξηγήσει πώς συνέβη αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο να έρθει ένας με το μαγιό του από την Αμερική και να πάρει το κόμμα. Ποια στοιχεία της πολιτικής κουλτούρας αυτής της ιστορικής παράταξης επέτρεψαν μια τέτοια εξέλιξη; Γιατί αυτοί που αποχώρησαν με τη Νέα Αριστερά δεν κέρδισαν παρά 1% -2%; Υπάρχει ένα ερώτημα ιστορικής παρακμής της Αριστεράς και αυτό έχει επίπτωση στην αναζήτηση μιας νέας Κεντροαριστεράς». 

Ο Γ. Βούλγαρης πιστεύει ότι οι συζητήσεις που γίνονται για τη δημιουργία νέου κόμματος με τη συγκόλληση των δύο χώρων είναι σαν να ενώνονται δύο πολύ προβληματικές καταστάσεις. Η μία του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιπροσωπεύει μια απόλυτη κρίση και μια παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, και η άλλη του ΠΑΣΟΚ, το οποίο  είναι κολλημένο σε μια παρελθοντική θεώρηση της Κεντροαριστεράς και της πολιτικής. «Υπάρχει ένα πρόβλημα πολιτικής κουλτούρας των δύο χώρων που τίθεται σε συζήτηση και όχι απλώς τα θέματα ηγεσίας. Για τη ΝΔ το πρόβλημα είναι ότι η υπεροχή και η κυριαρχία της δεν μεταφράζεται σε μια ηγεμονία, δηλαδή δεν έχει τη δυνατότητα προς το παρόν να δημιουργήσει έναν κινητοποιητικό μύθο ή όραμα ή εθνικό στόχο για την κοινωνία. Επομένως, θα έχουμε είτε αυτές τις μορφές κατακερματισμένων κοινωνικών αντιδράσεων στην πολιτική της είτε αποστασιοποίηση, χωρίς να σημαίνει ότι στις επόμενες εκλογές θα μείνει χαμηλά. Μπορεί να επανέλθει στο 41%», παρατηρεί. «Σημασία δεν έχει μόνο το μέγεθος, αλλά και αν ένα κόμμα έχει μια θεώρηση για τον τρόπο που η Ελλάδα μπορεί να σταθεί στο διεθνές περιβάλλον, μια απάντηση για τα εθνικά αιτούμενα».

Αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ, διευρύνει την εικόνα. «Στην Ευρώπη», επισημαίνει, «τα κόμματα που αποδοκιμάστηκαν είναι όσα έχουν διαχειριστεί εθνικές και ευρωπαϊκές υποθέσεις. Η ψήφος του δεξιού αντισυστημισμού, που περιλαμβάνει και την Άκρα Δεξιά, αλλά και άλλα στοιχεία, δεν είναι ακριβώς αντιευρωπαϊκή. Πρόκειται για διαμαρτυρία στο ότι η ΕΕ ανέχεται τα στοιχεία της παγκοσμιοποίησης που προκαλούν ανασφάλεια, αντί να είναι προστατευτική, και επιπλέον υπάρχει η ιδέα μιας αυτονομημένης γραφειοκρατίας και εξουσιών. Στην Ελλάδα δεν το βλέπουμε έτσι, γιατί είμαστε υποδοχείς βοήθειας, σε άλλα κράτη έχουν εκτεθεί διάφοροι τομείς της παραγωγής, όπως η αγροτική, και είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η ΕΕ δεν τους προστατεύει. Ένα ακόμα ζήτημα είναι ότι σήμερα εισπράττεται το κόστος της μετανάστευσης του 2015 με την είσοδο 1 εκατ. μεταναστών στη Γερμανία μέσω του ελληνικού διαδρόμου. Η πολιτισμική ανασφάλεια έκανε ισχυρές τις δυνάμεις της εθνικής αναδίπλωσης. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν χτυπάει συνεχώς καμπανάκια κινδύνου για την Ευρώπη». Αν έχει δίκιο, γιατί δεν εισακούεται σε επίπεδο ΕΕ, και μάλιστα κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές στην ίδια του τη χώρα; «Ο μακρονισμός», εξηγεί, «ήταν ένα μείγμα οικονομικού εκσυγχρονισμού και έντονου κοινωνικού προστατευτισμού. Η Γερμανία κοντόφθαλμα το απέρριψε και το μακρονικό εγχείρημα υπονομεύθηκε, γιατί έμεινε μόνο το πρώτο του στοιχείο και το μαγικό μίγμα χάθηκε, γιατί επρόκειτο για ένα όραμα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι κρατών. Τα ίδια φαινόμενα, σε πιο μικρή ένταση, παρατηρούνται και στην Ελλάδα», προσθέτει. «Οι εξελίξεις μοιάζουν με τις ευρωπαϊκές, απλά εδώ υπάρχει ένα ισχυρό κόμμα που κυριαρχεί. Η Κεντροαριστερά – Αριστερά έχει χάσει την κυβερνησιμότητά της, αλλά ακόμα και το να είναι δύναμη αμφισβήτησης, κάτι στο οποίο είχε μεγάλη παράδοση. Η ριζοσπαστική Αριστερά συρρικνώθηκε. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα αριστερό κόμμα. Στα δεξιά της φιλελεύθερης ΝΔ υπάρχει ποικιλία δυνάμεων με διάφορες αποχρώσεις, ευαισθησίες, έντονα λαϊκά στοιχεία. Από τότε που αμφισβητήθηκε ο διπολισμός, η ψήφος έχει αυτονομηθεί, το 2012 αποσυντέθηκε το παλιό πολιτικό σύστημα και ακόμα δεν έχει σταθεροποιηθεί. Στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει και στην Ευρώπη, υπάρχει αντιδυτική δυσφορία, η οποία εκφράζεται με διάφορους τρόπους».  

Το τέρας της ακροδεξιάς 

Πριν από τις Ευρωεκλογές υπήρχε έντονος προβληματισμός για τη διαφαινόμενη ιστορική άνοδο της Ακροδεξιάς. Η Ακροδεξιά ανέβασε τα ποσοστά της, αλλά όχι τόσο ώστε να απειλήσει τις δύο παραδοσιακές πολιτικές ομάδες, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και τους Ευρωσοσιαλιστές. «Η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο», εκτιμά η καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Βασιλική Γεωργιάδου. «Με ορόσημο τις εκλογές του 2014, διαπιστώνουμε μια διαρκή ενίσχυση της παρουσίας της Άκρας Δεξιάς που δεν είναι μόνο αριθμητική ή γραμμική. Το 2014 υπήρξε συντονισμός των κομμάτων της Άκρας Δεξιάς, με πρωτεργάτες τη Μαρίν Λεπέν και τον Χερτ Βίλντερς. Μετά τις εκλογές και το καλό αποτέλεσμα που πέτυχαν σχημάτισαν ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεν υπήρξαν δηλαδή μόνο σημειακές επιτυχίες, αλλά και συντονισμός του χώρου. Είχαν συναντήσεις εκτός Κοινοβουλίου, διοργάνωναν συνέδρια, δημιούργησαν μια δικτύωση, άλλαξαν όνομα και λέγονται πλέον Κόμμα Ταυτότητας και Δημοκρατίας (ID), ενώ προηγουμένως ήταν γνωστοί ως το Κίνημα για την Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας. Στη συνέχεια υπέστησαν έναν κλυδωνισμό, αλλά τα ξαναβρήκαν».

Οι δυνάμεις αυτές κανονικοποιούνται και θεσμοποιούνται, και γίνονται κομμάτι της πολιτικής πραγματικότητας της Ευρώπης, υποστηρίζει η Βασιλική Γεωργιάδου. Το Εθνικό Μέτωπο άλλαξε, είναι ένα άλλο κόμμα, και πρόσφατα εκδίωξε το γερμανικό AfD από την ευρωομάδα τους, επειδή εξτρεμοποιείται, προκειμένου να προφυλαχθεί το ID και να δείξει ότι δεν αγκαλιάζει τον δεξιό εξτρεμισμό. «Η Άκρα Δεξιά έχει αλλάξει επίπεδο. Αν πριν επιδίωκε παρουσία στο εθνικό κοινοβούλιο, τώρα έχει αξιώσεις να κυβερνήσει. Η Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία έχει αποδοχή. Η διεκδίκηση των κομμάτων αυτών είναι διαφορετική και γι’ αυτό χρειάζονται το θεσμικό προφίλ που τα συνδέει με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Χρησιμοποιούν τις εκλογές και μέσω αυτών διεκδικούν ανώτερα αξιώματα και πόρους. Η δημοκρατική πολιτική σκηνή έχει να διαχειριστεί αυτό το περιβάλλον, μια Άκρα Δεξιά οριακά ενταγμένη στο δημοκρατικό πλαίσιο, η οποία όμως βρίσκει αποδοχή σε μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος. Αυτό δεν είναι αμελητέο και τα παραδοσιακά κόμματα κάνουν υποχωρήσεις και συμβιβασμούς για να διαχειριστούν την κατάσταση, επειδή δεν μπορούν να αγνοήσουν την εκφρασμένη θέληση του λαού». 

Είναι όμως όλοι οι ψηφοφόροι αυτών των κομμάτων ακροδεξιοί; «Όχι», απαντά η ίδια, «η Άκρα Δεξιά δεν είναι μόνο Άκρα Δεξιά. Ο χάρτης είναι πολυδιάστατος, η Άκρα Δεξιά δεν τοποθετείται στο ακραίο όριο, έχει θέσεις υπέρ του κοινωνικού κράτους, πολιτικά θα πάρει και κεντρώες θέσεις, δεν στρέφεται κατά της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, δεν είναι αντιφεμινιστική. Η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και τα όρια θολώνουν, επειδή ο λαϊκισμός εργαλειοποιείται και από τη Δεξιά και από την Αριστερά. Όταν, όμως, χρησιμοποιούνται από την Αριστερά επιχειρήματα κατά της Ευρώπης, κατά των ελίτ, κατά των άλλων κομμάτων που καταγγέλλονται ως διεφθαρμένα και αναποτελεσματικά, τότε δικαιώνεται η ρητορική της Ακροδεξιάς». 

«Στην Ελλάδα, ενώ η Δεξιά διαχρονικά δεν άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της σε στελέχη της Άκρας Δεξιάς, ο ΣΥΡΙΖΑ με τον καταγγελτικό λόγο κινείται πάνω στα μοτίβα της Ακροδεξιάς. Επειδή όμως υπάρχει η αυθεντική αντιπροσώπευση αυτού του αφηγήματος, η Άκρα Δεξιά ενισχύεται ενώ η Αριστερά όχι», προσθέτει. 

Ο ρόλος των social media 

Έπειτα είναι και τα social media, τα οποία έχουν μπει τόσο πολύ στην πολιτική ζωή, ώστε να επηρεάζουν τμήματα του εκλογικού σώματος, όπως οι νέοι. Ο Ζορντάν Μπαρντελά, πρόεδρος του «Εθνικού Μετώπου» έχει ενεργή παρουσία στο Tik Tok και μεγάλη διείσδυση στη γαλλική νεολαία. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έστειλαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και γραφικές περιπτώσεις, όπως ο Φειδίας στην Κύπρο ή το κόμμα «Το πάρτι τελείωσε» στην Ισπανία. Είναι αυτός ένας άλλος τρόπος καταγγελίας και αμφισβήτησης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος; «Υπάρχει μια βαθύτατη παθογένεια στις κοινωνίες, και στην ελληνική σίγουρα, από την αυτονόμηση του επικοινωνιακού λόγου, κυρίως των social media, που αποδιαρθρώνει τον δημόσιο λόγο και την πολιτική, απλοποιώντας, πολώνοντας και φτωχαίνοντας την αντίληψη της κοινωνίας για τον εαυτό της. Αυτό είναι βαθύτατο πρόβλημα, είναι κρίση της δημοκρατίας», τονίζει ο Γ. Βούλγαρης. «Είναι και ο λόγος της παρακμής της Αριστεράς», προσθέτει, «η οποία δύο εργαλεία προσέφερε στην πολιτική νεωτερικότητα: το μαζικό κόμμα και τα μαζικά συνδικάτα. Από τη στιγμή που αυτά ατονούν, μπορεί οποιοσδήποτε blogger ή influencer να βγαίνει τρίτος, πάνω από το ΑΚΕΛ. Η αυτονόμηση της επικοινωνίας σε βάρος του πολιτικού λόγου συνιστά μια προειδοποίηση για βαθύτερη κρίση της δημοκρατίας, τουλάχιστον όπως την ξέραμε», προσθέτει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ